Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2008

ΕΚΔΡΟΜΗ

Ξεκινήσαμε από το Σταθμό Λαρίσης, και οι 5 με τα γνώριμα πια αισθήματα προσμονής και λαχτάρας που συνοδεύουν πάντα τις εξορμήσεις μας στο χωριό. Μετά από 1 ώρα καθυστέρηση στην Αλίαρτο και άλλη 1 στοιβαγμένοι όλοι σε ένα ταξί, επιτέλους φτάσαμε στο Μαυρολιθάρι. Τα μάτια γέμισαν με αγαπημένες εικόνες που εξαφάνισαν αμέσως και την κούραση και την ταλαιπωρία. Η γιαγιά μας περίμενε με ολοκαίνουριες ιστορίες και ζεστό φαγητό. Σιγά σιγά μαζεύτηκε η παρέα και ξεκίνησε ένα τετραήμερο με γέλια, τραγούδια, βόλτες, παραμύθια και δηλωτή (για τα αρσενικά).

Ήπιαμε τσάι του βουνού με άπειρο μέλι. Μάθαμε ένα σωρό πληροφορίες για μανιτάρια και μάλιστα είδαμε κάνα δυο από αυτά τα κόκκινα με άσπρες βούλες που χρησιμοποιούν για σπίτια τα Στρουμφάκια! Συζητήσαμε για υπερφυσικά και για απολύτως φυσικά θέματα. Φάγαμε απ’ όλες τις σπεσιαλιτέ του χωριού. Περπατήσαμε ως το κιόσκι τη νύχτα και ''εξερευνήσαμε'' μέρη τα οποία δεν είχαμε επισκεφτεί ποτέ. Δοκιμάσαμε βρασμένο κονιάκ με γαρύφαλλο και κανέλα. Γράψαμε όλοι μαζί δυο μισοτελειωμένα παραμύθια- το ένα με πρωταγωνιστή ένα αφρικανάκι με το όνομα Μουτόμπο. Ζωγραφίσαμε γύρω από ένα τραπέζι του ξενώνα σαν νηπιαγωγάκια. Κάναμε ψυχολογικά τεστ, λύσαμε γρίφους και παίξαμε κάτι σκαλωτικά παιχνίδια που μας έμαθε ο αδερφός μου. Σκαρφάλωσα πάνω από τη σκεπή του σπιτιού για να διώξω τα ''πουρναράγκαθα'' και παραδόξως η αποστολή μου στέφθηκε με επιτυχία και δεν κατέληξα στο νοσοκομείο Άμφισσας. Πήγαμε βόλτα στην Κρανιά και φτάσαμε ακριβώς την ώρα που φάνηκε το πρώτο αστέρι στον ουρανό. Επισκεφθήκαμε το νεκροταφείο στο γυρισμό και προσπαθήσαμε να ακούσουμε τη ‘’νεκρική σιγή’’. Τελικά, όντως ακούσαμε κάτι και παραλίγο να φύγουμε τρέχοντας. Τραγουδήσαμε ώρες ολόκληρες μέχρι που μας κέρασαν σφηνάκια, μάλλον για να σκάσουμε έστω για λίγο. Κάναμε πρόβα παρέλασης την παραμονή της Επετείου, μέσα στη μαύρη νύχτα. Τραγουδήσαμε τόσο που στο τέλος φτιάξαμε ένα δικό μας τραγούδι που μιλάει για το Μαυρολιθάρι! Ξυπνήσαμε με Σοφία Βέμπω από τα μεγάφωνα και γιορτάσαμε όλοι μαζί το ΟΧΙ στην πλατεία, στο Ηρώων. Ένα πιτσιρικάκι είπε ποίημα μετά την κατάθεση στεφάνων. Ξεκινήσαμε για βόλτα στο Ζερβάδι αν και τελικά καταλήξαμε να κάνουμε ορειβασία-αναρρίχηση από τον Κάτω Σταυρό μέχρι το Μπάσκετ. Χορτάσαμε πράσινο, κίτρινο και πορτοκαλί στα φθινοπωρινά δέντρα και είδαμε ένα σωρό ''μπουρμπουτσλιές'' (άγριες τριανταφυλλιές) με κατακόκκινα μπουμπουκάκια. Ξαπλώσαμε στο γήπεδο για χειμερινή ηλιοθεραπεία. Καταλήξαμε στον ξενώνα για την τελευταία δηλωτή και τον αποχαιρετισμό.

Οι 5 μας στριμωχτήκαμε πάλι στο ίδιο ταξί και φτάσαμε στον πιο λυπητερό σταθμό του Μπράλου που έχω δει ποτέ. Ταξιδέψαμε με ένα γεμάτο τρένο, καθισμένοι πάνω στις αποσκευές μας μέχρι την Αθήνα...

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2008

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΕΘΙΜΑ

6. Καλέσματα

Την Παρασκευή το πρωί, από τα σπίτια του γαμπρού και της νύφης ξεκινούσαν ένα αγόρι και ένα κορίτσι για να προσκαλέσουν τους συγγενείς, φίλους και γνωστούς να παραστούν στο γάμο. Το αγόρι κρατούσε στα χέρια του μια τσίτσα γεμάτη κρασί και το κορίτσι λουλούδια. Σε κάθε σπίτι που πήγαιναν έλεγαν: "ο γαμπρός/η νύφη σας καλεί στο γάμο του/της". Ο καλεσμένος έπινε κρασί και παίρνοντας ένα λουλούδι έλεγε: "μετά χαράς, καλορρίζικα". Εάν κάποιος ήταν καλεσμένος και στο τραπέζι μετά το γάμο, τότε ήταν υποχρεωμένος το Σάββατο το απόγευμα να στείλει στο σπίτι του γαμπρού ή της νύφης φαγώσιμα δώρα. Κρέας, ρύζι, κρασί, κρεμμύδια και ένα μεγάλο ψωμί, στολισμένο με βασιλικό και μαντζουράνα, το οποίο ονόμαζαν "προβέντα". Οι εύποροι καλεσμένοι έστελναν για δώρο εκτός των άλλων και ολόκληρα σφάγια. Στο γάμο καλούσαν συνήθως όλο το χωριό, αλλά στο τραπέζι του γάμου μόνο τους στενούς συγγενείς και τους φίλους.

Πηγή: Μαυρολιθάρι, Ιστορία- Αρχαιολογία- Λαογραφία
Συγγραφέας: Χαράλαμπος Δ. Σκορδής

λαογραφικά-παροιμίες 8

Θ

• Θέλησε κι ο ουβριός να καβαλλικέψ’ κι βρέθ’ κι Σαββάτου
• Θρέψε λύκο το χειμώνα να σε φαει το καλοκαίρι
• Θα κοστίσει ο κούκος αηδόνι
• Θέλεις θέριζε και δένε, θέλεις δένε και κουβάλα

Ι

• Ίδρωσα ώ που να τον φέρω στα νερά μου
• Ίδια πράγματα ίδια μαντάταhttp://www.blogger.com/post-edit.g?blogID=3485755624396529121&postID=204108935940716597#

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2008

λαογραφικά-παροιμίες 7

H
• Η υγεία στα ρούχα δεν χωρεί
• Η γριά και αν φκιασιδώνεται δεν γίνεται κοπέλα
• Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει
• Η αλεπού τριάντα κι τ’ αλεπόπουλο τριάντα ένα
• Η γκαστρωμένη χορευε και η γριά σφιγγότανε
• Η καλή μέρα απο το πρωί φαίνεται
• Η φτώχια θέλει καλοπέραση
• Η σκύλα απ’ τη βία της, στραβά κάνει τα παιδιά της
• Η παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς
• Η παληά κόττα έχει το καλό ζουμί
• Η μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου
• Η πέτρα που κυλάει δεν μαλλιάζει
• Η πονηρή η αλεπού πιάνεται κι απο τα τέσσερα
• Η σκουριά τρώει το σίδερο και το νερό την πέτρα
• Ήρθαν τ’ άγρια να διώξουν τα ήμερα
• Ήταν στραβό το κλίμα το ‘φαγε κι ο γάιδαρος κι αποστραβώθηκε
• Η ευφυία νικά την ανδρεία
• Η τρίχα γίνεται τριχιά

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2008

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΕΘΙΜΑ

5. Ανάπιασμα προζυμιών

Το βράδυ της Τετάρτης πήγαιναν στο σπίτι της νύφης οι φιλενάδες της και άλλοι νέοι καλεσμένοι για να κάνουν τη ζύμη από την οποία θα γίνονταν τα ψωμιά του γάμου. Εκεί, στη μέση ενός δωματίου τοποθετούσαν μια σκάφη, μια στάμνα με νερό και το σακί με το αλεύρι και οι παρευρισκόμενοι άρχιζαν τα τραγούδια. Ταυτόχρονα ένα αγόρι κι ένα κορίτσι άρχιζαν το ανάπιασμα με τον εξής τρόπο: η νέα έριχνε νερό στη σκάφη και ο νέος αλεύρι και άρχιζαν το ανακάτεμα με τη μαγιά. Με το πρώτο αλεύρι που ριχνόταν, ένας νέος έβγαινε στην πόρτα του σπιτιού και έριχνε έναν πυροβολισμό που ήταν σημείο προειδοποίησης των γάμων της προσεχούς Κυριακής. Μετά, όλοι οι νέοι έριχναν αλεύρι στη σκάφη και ανακάτευαν μέχρι να γίνει η ζύμη και αφού ο πατέρας της νύφης έριχνε μέσα στη ζύμη ένα ασημένιο νόμισμα, σκέπαζαν τη σκάφη και άρχιζαν τη διασκέδαση με τραγούδια και χορούς. Συχνά, στο ανάπιασμα των προζυμιών, τα αγόρια και τα κορίτσια αλευρώνονταν στα πρόσωπα χάριν αστειότητας.

Πηγή: Μαυρολιθάρι, Ιστορία- Αρχαιολογία- Λαογραφία
Συγγραφέας: Χαράλαμπος Δ. Σκορδής

λαογραφικά-παροιμίες 6

Ζ


· Ζουρλός παπας σε βαφτισε και αλαφιασμένος διάκος

· Ζυγιάζει απ’ τις αλαφρές

· Ζητάει να κρυφτεί πίσω απ’ το δαχτυλό του

· Ζήσε μαύρε μου να φάς το Μάη τριφύλλι και τον Αύγουστο σταφύλλι

· Ζώχο, ζώχο έτρωγα τα φίδια δεν φοβάμαι

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2008

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΕΘΙΜΑ

4. Αλέσματα του γάμου

Σαν μέρα του γάμου οριζόταν απαραιτήτως η Κυριακή. Την Τετάρτη προ της Κυριακής του γάμου, μια γυναίκα, της οποίας ο άνδρας έπρεπε να ζει ή ένα κορίτσι που είχε τους γονείς του, φόρτωνε στο ζώο σιτάρι από το σπίτι της νύφης και πήγαινε στο μύλο να το αλέσει, για να κάνουν με το αλεύρι αυτό τα ψωμιά του γάμου. Το σιτάρι αυτό "δεν ξαγιαζόταν (δηλαδή ο μυλωνάς δεν έπαιρνε τα αλεστικά του δικαιώματα) για να προκόψουν τα νηόνυμφα". Γι'αυτό αντί αλεστικών δικαιωμάτων έφερναν στο μυλωνά φαγητό (κρέας ή πίτα) και μια τσίτσα (ξύλινο δοχείο) με καλό κρασί. Μόλις έφερνε η γυναίκα στο μύλο το σιτάρι για το γάμο, ο μυλωνάς σταματούσε τα άλλα αλέσματα και κατά προτίμηση άλεθε το σιτάρι του γάμου.

Πηγή: Μαυρολιθάρι, Ιστορία- Αρχαιολογία- Λαογραφία
Συγγραφέας: Χαράλαμπος Δ. Σκορδής

λαογραφικά-παροιμίες 5

Ε

• Έχει πίσω η αχλάδα την ουρά
• Έχει και ο αφέντης μας αφέντη κι η κυρά μας άλλον άντρα
• Ειν’ αλάργα το σκοτάδι, κλεισ’ τα μάτια να το ιδείς
• Εψόφισε το βόδι μας, χάθηκε η κοληγιά μας
• Έβαλε νερό στο κρασί τ’
• Εκεί που θα με φάει ο τσακαλος καλύτερα να με φάει ο λύκος
• Εβγήκε ασπροπρόσωπος
• Είναι πολύ οι μπαρμπέριδες στου σπανού τα γένια
• Έχασε τα πασχάλια του
• Έφαγε η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι
• Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα
• Είδε ο γύφτος την γενιά του και αναγάλιασε η καρδιά του
• Είχαμε μόνο μια μεριά, τώρα έγινε φόρτωμα
• Είδα και παραείδα, αλλά γύφτο παπά δεν είδα
• Έκαμε μια τρύπα στο νερό
• Έκαψα την καλύβα μου να μην με τρων οι ψύλλοι
• Έφτασε το μαχαίρι στο κόκκαλο
• Εκύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι
• Έρριξε πέτρα πισω του
• Έγινε μασκαράς των σκυλιών

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2008

λαογραφικά-παροιμίες 4

Δ

• Δεν λείπει ο Μάρτης από την Σαρακοστή
• Δανεικά και αγύριστα
• Δεν μπορεί να δείρει το γάιδαρο και δέρνει το σαμάρι
• Δεν είναι μαλλιά τα γένια
• Δούλεψε να φάς και κρύψε να χεις
• Δεν τιμάται η πρωτη νύφη αν δεν έρθει η δεύτερη
• Δέσε τον κόμπο στην κλωστή σου μη χαθεί η βελονιά σου
• Δυο λαγούς σαν κυνηγάς και οι δυο θε να σου φύγουν
• Δύο καρπούζια σε μια μασχάλη δεν χωρούν
• Δεν δίνει τ’ αγγέλου του νερού

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2008

Μουρχουχνικός σοδομισμός και Μαυρολιθαρίτικη οντολογία με έμφαση στις Milf


Όπως είπε και ο Hank στη στοφή ενώ προσπερνούσε τον Pumpkin "Είδες το μικρό Άλεξ στην προηγούμενη κατηφόρα;" Και ενώ ο Στελάρας βρισκόταν στα Πιτ για αλλαγή λάστιχων ο Lesshuhn έφευγε με ένα μαχαίρι στο χέρι από το σπίτι του Νίκου Σεργιανόπουλου. Το ζήτημα που πραγματεύεται το παρόν άρθρο είναι το κατα πόσο τα καταπράσινα δάση και οι απόκρυμνες πλαγιές του Μαυρολιθαρίου θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν έναν αγώνα Moorhuhn. Εγώ μπορεί να μην έχω ζωή αλλά εσείς δεν έχετε προσωπικότητα. Σε ποια σημεία της διαδρομής θα μπορούσαν να στηθούν δωράκια; Είναι δυνατόν ο πύραυλος να χτυπήσει κάποιον άλλο παίχτη εκτός του πρώτου; Πως θα γίνει να πετάξουμε έξω τις ιμπεριαλιστικές εταιρίες όπως η Anapirreli και το γραφείο ντετέκτιβ Κολοβός;
Ποιος θα διασφάλιζε την ισή κατανομή των δώρων έτσι ώστε να μην γίνονται σικουριάτες ούτε και κωλοφαρδίες τύπου καπότα και μπάτσος. Στείλτε τις προτάσεις σας και κερδίστε ένα υπέροχο weekend με τη γκόμενα του Δ.Ζ.
Οι ηττημένοι πρέπει να επισκεφτούν τον 8ο και τον 7ο! Ενώ για Τήλο πρέπει να αναχωρούν όσοι στην πρώτη στροφή διστάσουν η στο Winter βγουν έκτοι.

www.moorhuhn.de

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΕΘΙΜΑ

3. Αρραβωνιάσματα

Οι αρραβώνες ορίζονταν από το γαμπρό και γίνονταν συνήθως Σαββατόβραδο ή την παραμονή μεγάλης γιορτής και κατά κανόνα γίνονταν στο σπίτι της νύφης, όπου στην ορισμένη ώρα πήγαινε ο γαμπρός με τους συγγενείς και φίλους του σε πομπή, μαζί απαραιτήτως και ο προξενητής. Αφού προσέφεραν οι γονείς της νύφης, γλυκό και τσίπουρο στην παρέα του γαμπρού, βάζανε στη μέση του δωματίου ένα τραπέζι με ένα πιάτο κουφέτα και με μια εικόνα της Παναγίας και στην ανατολική πλευρά του τραπεζιού στέκονταν όρθιοι ο γαμπρός και η νύφη. Τότε ένας στενός συγγενής του γαμπρού ή της νύφης, κρατούσε στο δεξί χέρι του τα δαχτυλίδια των αρραβώνων, έδινε στους νέους την εικόνα να την ασπασθούν και με το δεξί του χέρι έκανε από πάνω από το πιάτο με τα κουφέτα το σημείο του σταυρού και έβαζε τα δαχτυλίδια στα χέρια των νέων ευχόμενος "καλορρίζικα, να μας ζήσουν".
Και η τελετή των αρραβώνων τελείωνε με ένα αλληλοφίλημα των νέων στο μέτωπο. Συχνά στα χωριά η αλλαγή των δαχτυλιδιών γινόταν από παπά ο οποίος έψελνε και εκκλησιαστική ευχή, οπότε ο αρραβώνας αυτός θεωρείτο ως "μισοστεφάνωμα". Μετά ακολουθούσε φαγοπότι και γλέντι μέχρι πρωίας που έφευγε η παρέα του γαμπρού, αφού προηγουμένως η νύφη έδινε σε όλους δώρα, τα οποία ονομάζονταν "ζώσματα" και ήταν συνήθως μάλλινα τράστα (σακούλια) με φούντες, μαντήλια του χεριού, τσουράπια (κάλτσες), κεντητά, τσαρούχια ή παπούτσια, ζώνες, ποδιές κ.τ.λ. Όποιος έπαιρνε δώρο πρόσφερε στη νύφη χρήματα (συνήθως τάληρα ασημένια) που ονομάζονταν "κεράσματα". Την άλλη μέρα (Κυριακή ή γιορτή) ο γαμπρός με την παρέα του, που είχαν πάει στους αρραβώνες φορούσαν επιδεικτικά τα ζώσματα και οι συγγενείς της νύφης πήγαιναν στην εκκλησία και όταν τελείωνε η λειτουργία, στο μαγαζί του χωριού κερνούσαν τους χωριανούς και έστηναν γλέντι.
Το Πάσχα ο γαμπρός ήταν υποχρεωμένος να στείλει στην αρραβωνιαστικιά διάφορα δώρα και απαραιτήτως λαμπάδα και παπούτσια. Στα χωριά ο αρραβώνας δεν διαλύετο επ' ουδενί λόγο, εκτός θανάτου και αλλοίμονο σε εκείνον ο οποίος θα αθετούσε το λόγο, τα επακόλουθα ήταν ανεπανόρθωτα.
Πηγή: Μαυρολιθάρι, Ιστορία- Αρχαιολογία- Λαογραφία
Συγγραφέας: Χαράλαμπος Δ. Σκορδής

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2008

λαογραφικά-παροιμίες 3

Γ


· Γεράματα και φτώχεια, πληγές αγιάτρευτες

· Γερον το στρώμα δεν χωρεί και άρρωστον η τάβλα

· Για χάριν του βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα

· Γάιδαρος ειν’ ο γάιδαρος και αν φορεί τη σέλλα

· Για το καρφί έχασε και το πέταλο

· Για τον πόνο του βωδιού, γλύφει ο λύκος τον ζύγο

· Γουρούνι στο σακκί, φτύστο μη βασκαθεί

· Γλυκάθηκε η γριά στα σύκα, θα φάει και τα συκόφυλλα

· Για ψύλλου πήδημα

· Γυναίκα και καρπούζι, η τύχη τα διαλέγει

· Γαλάτα και μαλλάτα και τ’ αρνί θηλ’κό

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2008

λαογραφικά-παροιμίες 2

Β

• Βουνό με βουνό δεν σμίγει
• Βαρειά είν’ η καλογερική
• Βάλαν τον τρελό να βγάλει το φίδι απο την τρύπα
• Βγαλ’ τυ σκούφια σου και βάρα με
• Βαλ’ το μάνταλο στην πόρτα να κοιμάσαι ξενοιασμένος
• Βλέποντας και κάνοντας
• Βάσανα που έχει η ρόκα, ως που να γεμίσει τ’ αδράχτι
• Βάλε κλειδί στην γλώσσα σου
• Βγάζει απ’ τη μυίγα ξύγκι

λαογραφικά-παροιμίες 1

Από σήμερα, θα ξεκινήσουμε μια σειρά από αναρτήσεις παροιμιών που έχουν κατά καιρούς εμφανιστεί στο χωριό μας. Οι παροιμίες είναι το σεντούκι των ηθικών αποθεμάτων κάθε τόπου. Οι παροιμίες, όπως και τα δημοτικά τραγούδια δεν αποτελούν κτήμα κανενός, παρά “αποτελούν το καταστάλαγμα του πρακτικού βίου ενός λαού και των παραδόσεών του από γενιά σε γενιά”. Όποτε πιστεύουμε ότι η παράθεση τους σε αυτό το ιστολόγιο θα βοηθήσει να γνωρίσουμε ένα μέρος της λαογραφικής ιστορίας του τόπου μας.
Χρειάζεται να αναφέρουμε πως, το περιεχόμενο των αναρτήσεων που θα ακολουθήσει δεν θα ήταν δυνατό να ήταν διαθέσιμο χωρίς το βιβλίο του Κ. Χαράλαμπου Σκορδή «Μαυρολιθάρι», αλλα και κάποιων παλαιότερων εκδόσεων της εφημερίδας του Συλλόγου των Απανταχού Μαυρολιθαριτών.
ΥΣ: όλες οι παροιμίες έχουν αναγραφεί με την ορθογραφία της εποχής!

Α

• Αργεί ο Θεός μα δεν λησμονεί
• Ανάργια-ανάργια το φιλί για να χει γλύκα πιο πολύ
• Αν είσαι και παπάς με την αράδα σου πάς
• Άσε κείνα πούξερες και πιάσε εκείνα πούβρες
• Αφρακτος κήπος, ρημαγμένα λάχανα
• Αυτού που ήσουν ήμουνα και εδώ μαι θαρθεις
• Αλλοιάαπο τον δαρμένον, οσον θα ρθουν οι κριτάδες!
• Απο το κεφάλι βρομάει το ψαρι
• Απο που ‘σαι κλωναράκι, απο κείνο το δεντράκι
• Αγάπαε η Μάρω το χορό ηύρε και άντρα χορευτή
• Άπο κακοπληρωτή κι ένα σακκί άχυρο
• Άλλος θέλει την μαυρομάτα και άλλος την τσιμπλομάτα
• Αυτός καλιγώνει τον ψύλλο
• Αλλί στον Αλή που ΄χασε την γαιδούρα τ’ και π΄ λαλεί
• Άλλα τα μάτια τ΄ς πέρδικας κι άλλα της κουκουβάγιας
• Αγαπάει ο θεός τον κλέφτη, αγαπάει και τον νοικοκύρη
• Αυτός έχει τύχη βουνό
• Ακόμα δεν τον είδαμε Γιάννη τον εβγάλαμε
• Ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ΄ αλεύρι
• Αλλού να τα πουλάς αυτά
• Αλλού ο παπάς και αλλού τα ράσα τ’
• Άναβε το λυχνάρι σου προτού να σ’ εύρει η νύχτα
• Αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτα
• Αν δεν πέσει ο ένας δεν σηκώνεται ο άλλος
• Αν η σκύλα δεν κουνήσει την ουρά το τα σκυλιά δεν παν κοντά της
• Άπο την μάννα ώς την μαμμή, χάθηκε το παιδί
• Αν κάθεσαι στην θέση σου κανείς δεν σε σηκώνει
• Άντρα θέλω τόρα τονε θέλω
• Ανύπαντρος προξενητής για λόγου του γυρεύει
• Ανεμομαζώματα διαβολοσκορπίσματα
• Άγνεστα κι αύφαντα (τα μαλλιά) στα τέμπλα κρεμασμένα

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΕΘΙΜΑ

2. Κακοπαντρεμένες

Στα ορεινά χωριά, οι κάτοικοι συνήθιζαν να μην παντρεύουν τα κορίτσια τους στα χωριά του κάμπου, γιατί δεν άντεχαν στο ζεστό κλίμα και όταν -σπανίως- παντρευόταν ένα κορίτσι του βουνού στον κάμπο, το λέγανε κακοπαντρεμένο και από αυτή τη συνήθεια σώζεται ακόμη το τραγούδι της κακοπαντρεμένης:
Μάνα μ' με κακοπάντρεψες και μ' έδωσες στους κάμπους
και γώ στους κάμπους δε βαστώ, ζεστό νερό δεν πίνω,
θα μαραθούν τα χείλη μου θα κιτρινοφυλλιάσουν
από το χλιό τους το νερό, την κάψα τη μεγάλη.
Εδώ τ' αηδόνι δε λαλεί κι ο κούκος δεν το λέει,
οι κάμποι θρέφουν άλογα και τα βουνά λεβέντες
κι οι τσούπρες μαραζώνουνε, σαν το φλουρί γινόνται.
Πηγή: Μαυρολιθάρι, Ιστορία- Αρχαιολογία- Λαογραφία
Συγγραφέας: Χαράλαμπος Δ. Σκορδής

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2008

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΕΘΙΜΑ

1. Προξενιά ή Συμπεθεριά

Όταν ένας νέος του χωριού ήθελε να ζητήσει σε γάμο μια νέα του χωριού του ή από άλλο χωριό, δεν πήγαινε ο ίδιος στους γονείς της νέας, αλλά έστελνε ένα πρόσωπο της εμπιστοσύνης του και πάντοτε με τη συγκατάθεση των γονιών του. Το πρόσωπο τούτο λεγόταν προξενητής ή συμπέθερος και κουβέντιαζε την υπόθεση του συνοικεσίου.
Σε περίπτωση επιτυχίας του συνοικεσίου, ο προξενητής κανόνιζε και το ποσόν και το είδος της προίκας, γιατί η προίκα δε δινόταν μόνο σε μετρητά, αλλά και σε είδη (κτήματα, ζώα, καρποφόρα δένδρα κ.τ.λ.). Ό,τι υπόσχονταν τα γονικά της νέας στη συζήτηση με τον προξενητή υποχρεωτικώς έπρεπε να δοθούν στο γαμπρό.
Κατά τις συζητήσεις προξενητών και γονέων, συνέβαινε κάποτε οι γονείς της να μη θέλουν να ακούσουν καν τον υποψήφιο γαμπρό ή να θεωρούν προσβλητική την πρόταση του προξενητή, οπότε κατά την ώρα της συζητήσεως, αδελφός ή συγγενής της νέας εξήρχετο με τρόπο από το σπίτι και στο παράθυρο ή την αυλή του σπιτιού χτυπούσε ένα κουδούνι ή τσοκάνι (από αυτά που κρεμούν στο λαιμό των ζώων) και επειδή το χτύπημα του κουδουνιού σήμαινε το ανεπιθύμητο της πρότασης, ο προξενητής σταματούσε τη συζήτηση και έφευγε. Από το έθιμο αυτό επεκράτησε η λεγόμενη και σήμερα παροιμία 'του χτύπησαν το τσοκάνι'.

Πηγή: Μαυρολιθάρι Ιστορία- Αρχαιολογία- Λαογραφία

Συγγραφέας: Χαράλαμπος Δ. Σκορδής

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2008

Ιστορία Παλιά......


Ένας γέροντας κάποτε ένιωσε πως οι μέρες που έρχονται θα είναι οι στερνές του. Έμενε μόνος στο χωριό σε ένα σπίτι που είχε η οικογένεια του εδώ και πολλές γενιές αλλά πλέον αυτός μόνος του το συντηρούσε. Τα παιδιά του είχαν εδώ και χρόνια μεγαλώσει και μένανε πλέον με τις οικογένειές τους σε άλλο τόπο, όχι πολύ μακρινό, αλλά παρ’ όλα αυτά ξεχωριστά από εκείνον. Ο γέροντας είχε φτάσει σε μεγάλη ηλικία και πλέον κοντά του είχε μόνο ότι υπήρχε στις αναμνήσεις του. Η γυναίκα του απο καιρό ήταν για αυτόν εικόνα στα άστρα και όχι μόνο μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Ανέβαινε που και που στο πάνω μέρος του σπιτιού έτσι ώστε να μπορεί να βλέπει όσο μακρύτερα γίνεται. Δεν το έκανε όμως για την θέα, η εικόνα αυτή του ήτανε καθημερινή. Πίστευε πως όσο μακρύτερα έβλεπε στον ορίζοντα, τόσο καθαρότερα θα αντίκριζε πάλι μέσα απο τις σκιές του μυαλού του κάποια πρόσωπα που από καιρό είχανε γίνει μόνο μνήμες! Νιώθοντας έτσι τις μέρες του να λιγοστεύουν κάλεσε τα παιδιά του και αυτά ήρθαν!
Την ημέρα εκείνη ο γέροντας την περίμενε από καιρό και έτσι τα είχε όλα ετοιμάσει με κάθε λεπτομέρεια. Μια εβδομάδα ολόκληρη δούλευε με τα χέρια του, για να τους καλωσορίσει μετά από τόσο καιρό έτσι όπως ήθελε, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόταν πως θα περάσουν τις μέρες εδώ, όλοι μαζί. Για κάποιο λόγο!
Ο γέροντας είχε δυο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Το αγόρι του έμοιαζε στο πρόσωπο – ήταν περίεργο αλλά πάντα τα αγόρια στην οικογένεια τους μοιάζανε του πατέρα τους – και είχε τον πράο χαρακτήρα της μητέρας του. Είχε δυο μικρά αγοράκια. Η κόρη είχε πάρει σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά της μητέρας της, ήταν σχετικός ψηλή με μεγάλα γαλάζια μάτια, από τον πατέρα της είχε πάρει μόνο λίγο από την υπομονή του αλλά και κάποια σκληράδα που όμως την βοηθούσε να ξεπερνάει τις όποιες δυσκολίες που ενίοτε παρουσιαζόντουσαν. Από την κόρη του είχε άλλα δυο εγγονάκια, ένα κοριτσάκι και ένα αγοράκι. Όποτε τον ρωτούσαν ποιο από τα εγγόνια του αγαπούσε περισσότερο, αυτός απαντούσε ότι βεβαίως όλα τα αγαπούσε το ίδιο, ο ίδιος μόνο ήξερε ότι όποτε κοίταζε το μικρό κοριτσάκι δύσκολα τραβούσε τα μάτια του από πάνω του.
Όλη εκείνη την ημέρα την πέρασε όπως ακριβώς την είχε φανταστεί, αν και κάποιες από εκείνες τις στιγμές βαθιά μέσα του τις θεώρησε ως τις καλύτερες που πέρασε για πολλά από τα τελευταία χρόνια. Έπαιξε με τα εγγόνια του για ώρες ολόκληρες, ενώ τριγύρισαν μαζί στις γειτονιές του χωριού. Σε αρκετές είχε να πάει καιρό, ίσως και να απέφευγε τέτοιου είδους περιηγήσεις, τα περασμένα είχαν από καιρό χαραχθεί μέσα του και έτσι οι εικόνες του μυαλού του να τον βολεύανε καλύτερα από εκείνες των ματιών του. Παρόλα αυτά τους διηγήθηκε κάτω από κλειστά παραθυρόφυλλα ιστορίες τόσο παλιές όσο κανένα από εκείνα, τους έδειξε δέντρα που πάνω τους είχε ανέβει παιδί και μονοπάτια που οδηγούσαν σε μέρη με ονόματα ξεχασμένα από πολλούς νεότερους. Τέλος τους ανέβασε σε ένα ψηλό σημείο λίγο έξω από το χωριό και αντίκρυ. Από εκεί πάντα πίστευε ότι είναι το καλύτερο σημείο για να καταλάβει κανείς την ισορροπία που βρισκόταν το χωριό με τον γύρο τόπο αλλά και τον πάντα σε ροή χρόνο.
Αφού γυρίσανε πίσω στο σπίτι, τα πήγε σε ένα δωμάτιο στα πάνω πατώματα, εκεί ανέσυρε κάτω από ένα κρεβάτι ένα σεντούκι παλιό. “Εδώ - τους είπε – υπάρχει ένας θησαυρός, ο μεγαλύτερος τούτου εδώ του σπιτιού, για πολλά χρόνια έμεινε κρυμμένος απο μάτια ξένα”. Τα παιδιά τότε άνοιξαν τα μάτια τους με το γνωστό, γεμάτο αναμονή και περιέργεια, τρόπο τους. Και είδαν!
Μέσα του είχε αντικείμενα που η αξία τους μετριέται μόνο με τις αναμνήσεις. Ο γέροντας σίγουρα ήξερε ότι τα παιδιά δεν θα καταλάβαιναν ακριβώς την σημασία του περιεχόμενο του σεντουκιού, την στιγμή όμως αυτήν την περίμενε από την τελευταία φορά που είχε ανοιχτεί και εκείνος τότε ήξερε ότι η επόμενη θα ήταν η σημερινή, έκανε βλέπεται υπομονή. Στην αρχή τους έδειξε παλιές φωτογραφίες και κάθε φορά εξηγούσε τα πρόσωπα που εμφάνιζαν, μετά τους έδειξε κάποια παλιά κειμήλια της οικογένειας, πράγματα που από καιρό είχαν να χρησιμοποιηθούν και τώρα μερικά ίσως να χρειάζονταν κάποια επιδιόρθωση, ακόμα τους έδειξε παιχνίδια δικά του και των γονιών τους, σε μερικά δε οι ερωτήσεις που αφορούσαν την χρήση τους ήταν τόσες πολλές που αναγκάστηκε να κάνει και καμία αναπαράσταση. Κράτησε μια φωτογραφία του σπιτιού για το τέλος. Σε αυτή μπορούσε να το δει κανείς όπως ήταν την μέρα που πρωτάνοιξε τις πόρτες του. Τους είπε: “Αυτό το σπίτι το έφτιαξε ο παππούς μου και εδώ γεννήθηκαν οι γονείς μου, εγώ και οι γονείς σας, εδώ βρίσκεται η πατρογονική εστία της οικογένειας μας για πολλά χρόνια και αυτό το σπίτι θα έρθει στα χέρια σας όταν εγώ φύγω! Φροντίστε να το κρατήσετε ζωντανό και ανοιχτό για άλλα τόσα χρόνια ακόμα, έτσι ώστε να μην βρεθεί κανείς να πει δείχνοντας το ότι η οικογένειας εκείνη ήταν καλή αλλά κανέναν τους δεν θα συναντήσετε πια στο χωριό μας”. Εκείνη την στιγμή τα παιδιά τον κοίταξαν με δέος, το κοριτσάκι όμως τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και όταν συναντήθηκαν τα γκρι του παππού, με τα γαλάζια το κοριτσιού η σιγουριά γεννήθηκε στην καρδιά του. Ροζιασμένα χέρια το πιάσανε και με έναν σεβασμό, που έγινε ένα με το τρέμουλο της συγκίνησης και των γηρατειών, το ξαναβάλανε στην θέση του. Μόνο εκείνο και ο επόμενος κάτοχος γνωρίζει πότε ξανάνοιξε!
Το τραπέζι που ακολούθησε ήταν γεμάτο. Κάθισαν όλοι μαζί έως που βράδιασε. Είπαν λόγια πολλά και αντάλλαξαν κουβέντες αληθινές. Πότε στα σοβαρά πότε στα αστεία άνοιγαν και ένα καινούργιο θέμα, υπήρξαν στιγμές που ο καθένας τους ευχόταν να υπήρχε ανάμεσα τους και κάποιος που εκείνη την ώρα ήταν αδύνατο να παρευρίσκεται και τότε όλοι σήκωναν τα ποτήρια τους και έκαναν μια ευχή για το πρόσωπο αυτό. Όταν δε ο απών ήταν παρόν μόνο σε παλιές φωτογραφίες τότε ο παππούς χαμογελούσε πλατιά, με μάτια όμως που παρά μόνο καθρέφτιζαν και δεν κοίταζαν τίποτα απτό.
Αφού σηκώθηκαν από το τραπέζι, πήγαν και κάθισαν δίπλα στο τζάκι το οποίο ο παππούς, όπως και κάθε βράδυ, το είχε ανάψει για να ζεσταίνεται. Αυτό το βράδυ όμως είπαμε, ήταν διαφορετικό. Γύρω γύρω από την φωτιά κάτσανε μέχρι που τους βρήκανε τα μεσάνυχτα. Ο παππούς είπε ιστορίες παλιές και τα παιδιά του συνέχεια τον ρωτάγανε λεπτομέρειες απο την καθημερινή του ζωή. Κάπου κάπου τα εγγονάκια πετάγονταν για να του κάνουνε κάποια σχετική ερώτηση και ενώ η συζήτηση μακραινε, ο παππούς κοίταζε το ρολόι. Το είχε τοποθετήσει κάποια στιγμή ανάμεσα από τις φωτογραφίες των παιδιών και από τότε τις κοίταζε συνέχεια με προσμονή, έτσι σαν να περίμενε την ώρα που θα φανούν ξανά. Το βράδυ αυτό όμως ήτανε δίπλα του, έτσι τώρα χαμογελούσε.
Όταν η ώρα πέρασε και ενώ οι περισσότεροι είχαν νυστάξει, τους πρότεινε να πάνε στα κρεβάτια τους. Τους είπε: “Εγώ δεν κοιμάμαι πολύ, είμαι σαν όλους τους γέροντες, προσπαθώ κάθε μέρα να την ζήσω όσο περισσότερο μπορώ, ενώ τα βράδια σκέφτομαι και όλες εκείνες τις προηγούμενες που πέρασαν, θα κοιμηθώ όταν νιώσω πολύ κουρασμένος. Εσάς όμως χαίρομαι όχι μόνο να σας υπηρετώ αλλά και να σας βλέπω να κοιμάστε αλλά και να σας βλέπω να μιλάτε και να γελάτε. Σε αυτήν εδώ την καρέκλα θα με βρείτε όταν ξυπνήσετε, θα περιμένω να σας αντικρίσω. Καληνύχτα!” Αφού τους συνόδευσε έναν έναν στα κρεβάτια τους και φίλησε τα εγγόνια του πριν κοιμηθούν, πήρε την καρέκλα, πήγε σε εκείνο το δωμάτιο και έκατσε έχοντας αντίκρυ τα απέναντι βουνά. Το πρώτο που του ήρθε στο μυαλό ήταν ότι τα κατάφερε καλά μέχρι τώρα, τα άλλα πλέον τα άφηνε σε εκείνη.
Κάθονταν σε εκείνη την καρέκλα που την έφτιαξε ο ίδιος από μια καρυδιά που έκοψε την μέρα που πέθανε εκείνη, η γυναίκα του. Κάτω από τα φύλλα της την είχε πρωτοφιλήσει. Το ξύλο της το έκαψε στο τζάκι και η αιθάλη που έμεινε από αυτό δεν καθρεπτίζονταν μόνο στα δάκρυα του, έβγαινε και από την ψυχή του. Για πολλή ώρα ακόμη έκατσε σε εκείνο το μέρος, τα θυμήθηκε όλα, τα πάντα που έζησε στην μακροχρόνια ζωή του. Πλέον ένιωθε υπερβολικά κουρασμένος και μετά την σημερινή μέρα πίστεψε πλέον πως η πορεία του είχε ολοκληρωθεί και ένιωσε γεμάτος. Ήταν ο τελευταίος της γενιάς του, οι φίλοι του είχαν φύγει, όλοι εκείνοι που αγάπησε και τον αγάπησαν ήταν πλέον εκεί που είχε στραμμένο το βλέμμα του. Εκεί έξω ήταν νύχτα αλλά σίγουρα το τζάμι του παραθύρου πλέον δεν αντιπροσώπευε κάτι απτό. Εκεί που κοίταζε ήταν όλοι τους και τον περίμεναν. Εκεί που είχε στρέψει το πρόσωπο του ήταν προς την μεριά της ανατολής και πλέον περίμενε την χαραυγή να κάνει την δουλειά της. Χάραξε...και αυτός χαμογέλασε γαλήνια και τα μάτια του αντανακλούσαν εκείνη την στιγμή την λύτρωση της αναμονής τόσων χρόνων αλλά και την προσμονή το σμιξίματος. Η Ιό πέταξε γοργά προς στο μέρος του, του έκλεισε τα μάτια και του χάιδεψε τα άσπρα του μαλλιά. Τον πήρε από το χέρι και πετάξανε μαζί πάνω από το χωριό του με κατεύθυνση την ανατολή. Εκεί της τον παρέδωσε!
Σίγουρα, εκεί που αλλάζει η νύχτα και γίνεται μέρα τον περίμενε εκείνη, κρατήθηκαν χέρι χέρι και μαζί πέρασαν από την άλλη μεριά τς νύχτας.....
Ένα αγόρι και ένα κορίτσι του χωριού που ρομαντικά περίμεναν να τους βρει η ανατολή μαζί, ορκίζονταν από τότε ότι την ώρα εκείνη η νύχτα έφυγε εν μέσω χειροκροτημάτων καλωσορίσματος και ότι στην ανατολή σταμάτησε ο χρόνος, σαν κάτι να περίμενε. Ελάχιστες στιγμές μετά ο ήλιος έλαμψε αρκετά για να φέρει τους δυο νέους αγκαλιά.