Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2008

Οχι δεν αχνοφαινονται μόνο...

Μια Διαφορετική Εκδοχή..........

Στου Σμαηλι πηγαίναμε από παιδιά. Εκεί ο χώρος, από καιρό μέρος της πάλαι ποτέ κοινότητας Μαυρολιθαρίου, διατίθεντο για την οργάνωση μιας πολύ ωραίας παραδοσιακής εκδήλωσης, του μαγειρέματος φασουλάδας. Δεν είναι πολύ σαφές πως, αλλά η ιδέα ανήκε μάλλον σε κάποιον παλιότερο χωριανό.
Τότε λοιπόν στις αρχές της δεκαετίας του 80’, μεταξύ άλλων περίεργων γεγονότων συνέβη κάποιος Μαυρολιθαρίτης που πολύ πιθανόν να ήταν πρόεδρος της Τοπικής Ένωσης Φασουλοφάγων να πήγε στου Σμαήλι επειδή κάπου είχε ακούσει ότι εκεί λόγω των κοντινών λιβαδιών θα μπορούσε να συνδυάσει το μαγείρεμα της τοπικής αυτής σπεσιαλιτέ με την ενασχόληση του αγαπημένου του αθλήματος του golf.
To golf από ότι ξέρετε είναι ένα άθλημα με Σκωτσέζικες ρίζες και οι Μαυρολιθαρίτες είχαν από τότε πολλές σχέσεις με εκείνο το μέρος, από εκεί δε φέραν μια ειδική ποικιλία προβάτου της οποία δυστυχώς το τελευταίο δείγμα αυτοκτόνησε φέτος λόγω υπερβολικής κατανάλωσης εικόνων χορού αλλά και λόγω ερωτικής απογοήτευσης με έναν είδος όχι από καιρό φερμένο, της Διονυσιακής Γουρούνας, το οποίο σύχναζε πολύ σε εκείνα τα μέρη.
Για να επιστρέψουμε σε περισσότερο σοβαρά θέματα, ο εν λόγω Μαυρολιθαρίτης αφού ιδιοποιήθηκε την περιοχή την κήρυξε Δρυμό Αμιγούς Μαυρολιθαροσύνης με Κατάλοιπα Ελληνορθόδοξης Περηφάνιας και ακόμη έστησε έναν ανδριάντα κάποιου προγόνου του που είχε πολεμήσει τους Κουτριγούρους Ούνους.
Αμέσως μετά για να διαδώσει το καινούργιο έθιμο, κάλεσε με την τυπική Μαυρολιθαρίτικη ευγένεια τον καλύτερο μάγειρα φασολάδας του χωριού και έδωσε εντολή στους ανέμους να φυσάνε κατά εκεί.
Την άλλη μέρα έγινε χαμός στου Σμαίλη, όλο το χωριό έφαγε, τραγούδησε και γλέντησε και στο τέλος γύρισαν στα σπίτια τους περήφανοι που…έδειξε ο ένας στον άλλον τις όποιες του ιδιαίτερες ικανότητες.
Από τότε και για πολλά χρόνια μαίνονταν αυτό το φεστιβάλ υγιούς Μαυρολιθαροσύνης, μέχρι που μια μέρα ένα παλικάρι άργησε να φανεί και όταν ήρθε και ανακάλυψε ότι τέρμα η φασολάδα και τα μπαλάκια του golf –είπαμε ότι η σχέσεις με την Σκωτία δεν έπαψαν ποτέ-έφαγε τις πυγολαμπίδες και για σπάσιμο έφερε το πινγκ πονγκ, ή αλλιώς το γνωστό στην Αγγλία Ριφ-Ραφ.
Αυτό ήταν! οι Μαυρολιθαρίτες έκαναν χρόνια να ξαναπάνε. Διότι ναι μεν μπορούν να ζήσουν χωρίς πυγολαμπίδες αλλά δεν θα μπορούσαν ποτέ, αυτοί οι εκπρόσωποι των δίκαιων λαϊκών αγώνων του προλεταριάτου απέναντι στο αιμοβόρο κεφάλαιο των κατεξοχήν Άγγλων καπιταλιστών ,να ανεχθούν μια τέτοια εισροή εθίμου.
Για πολλά καλοκαίρια ο άλλοτε περήφανος ανδριάντας , στεκόταν μόνος του την ημέρα του Σμαήλι.
Από πέρσι όμως όλα πάνε κατ’ευχήν!
Και ζήσαμε εμείς καλά και όλοι οι άλλοι καλύτερα, εκτός του Διονύση που από τότε διώκεται από την τοπική περιβαλλοντολογική ομάδα με αρχηγό την Άσπα!!!

Ο ΛΑΓΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΝΤΑ

(ένα παραμύθι βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα του φετινού καλοκαιριού)

Μια φορά κι έναν καιρό, πάνω σε ένα ψηλό βουνό, μέσα στο δάσος, ζούσε μια οικογένεια λαγών. Ο μπαμπάς ήταν ψηλός και είχε γκρι χρώμα, μεγάλα αυτιά και κάτασπρα δόντια. Για την ακρίβεια, το χαμόγελό του ήταν ακαταμάχητο• «ο σοβαρότερος λόγος για να τον ερωτευτείς» όπως έλεγε πάντα η γυναίκα του. Όμως κι εκείνη δεν πήγαινε πίσω: ήταν πιο μικροκαμωμένη, με πιτσιλωτό ασπρόμαυρο τρίχωμα και λαμπερά μάτια. Δεν ξέρουμε τί ήταν αυτό που έκανε το λαγό να την αγαπήσει αλλά υποψιάζομαι πως τον εντυπωσίασε κυρίως το ανάλαφρο περπάτημά της.

Όπως και να’ χει, από τότε που γνωρίστηκαν τα δυο ζωάκια, έγιναν αχώριστα. Σχεδόν αμέσως μετά το πρώτο ραντεβού, ο λαγός έχτισε μια φωλιά στο πιο όμορφο σημείο του δάσους, με θέα την κορυφή του απέναντι βουνού και μια αυλή που γέμιζε πολύχρωμα λουλούδια κάθε άνοιξη. Μετά, πήρε την αγαπημένη του από το χέρι και την πήγε εκεί, εκείνη ξετρελάθηκε και αμέσως μετακόμισαν για να ζήσουν μαζί.

Πριν περάσει πολύς καιρός, το ζευγάρι απέκτησε το πρώτο του παιδάκι. Ένα ολόασπρο, ζωηρό γιό που έκανε τις καρδιές των γωνιών του ευτυχισμένες και τις ζωές τους άνω κάτω. Κάθε πρωί, ο μπαμπάς έβγαινε να ψάξει για φαγητό, ενώ η μαμά πρόσεχε το μικρό της. Όταν γύριζε έτρωγαν όλοι μαζί και μετά άρχιζαν το παιχνίδι. Έπαιζαν και γελούσαν και οι τρεις μέχρι που ο ήλιος άρχιζε να δύει. Τότε σταματούσαν και, αφού έβλεπαν το ηλιοβασίλεμα, έμπαιναν στη φωλιά λίγο προτού νυχτώσει.

Το δάσος τη νύχτα δεν είναι και πολύ ασφαλές για τους λαγούς και τα υπόλοιπα μικρά ζώα. Είναι η ώρα που βγαίνουν τα άγρια σαρκοφάγα και ψάχνουν για τροφή. Κάθε έξυπνος λαγός λοιπόν φροντίζει να μαζεύεται νωρίς για να μην καταλήξει τραυματισμένος ή και χειρότερα...

Έτσι περνούσαν οι μέρες και άλλαζαν τα χρώματα του δάσους καθώς κυλούσαν οι εποχές. Ένα Αυγουστιάτικο απόγευμα, το μικρό λαγουδάκι, αφού έτρεξε, έπαιξε και σκαρφάλωσε σε δέντρα και βράχους, αποφάσισε να πάει για εξερεύνηση στο κοντινό ρέμα. Η ώρα περνούσε και ο μικρός δε γύριζε. Κόντευε βράδυ κι αυτός ακόμα να φανεί. Οι γονείς άρχισαν να ανησυχούν, τον φώναζαν μήπως και ακούσει και ο μπαμπάς ήταν έτοιμος να πάει να τον ψάξει, όταν τον είδαν να έρχεται από μακρυά.

Το ποδαράκι του ήταν ματωμένο και κούτσαινε και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του. Όχι, δεν του είχε επιτεθεί κάποιο ζώο, απλά, μικρό καθώς ήταν, έχασε το δρόμο του γυρισμού. Τρομοκρατήθηκε γιατί νύχτωνε και πάνω στη βιασύνη του, έσκισε το πόδι του σε ένα αγκάθι.
Μπήκαν όλοι στη φωλιά, είχε πια νυχτώσει για τα καλά. Η μαμά πήρε αγκαλιά το μικρό της για να το ηρεμήσει ενώ ο μπαμπάς εξέταζε το τραύμα. Αίμα έτρεχε ακόμη από την πληγή και το λαγουδάκι άρχισε να ανεβάσει πυρετό. Ο μπαμπάς ανησυχούσε όλο και περισσότερο. Ήξερε ότι μόνο μία λύση υπήρχε• ένα βότανο από την άλλη πλευρά του δάσους που θα γιάτρευε αμέσως το παιδί. Ήταν πολύ επικίνδυνο να πάει μέσα στη νύχτα να το βρει αλλά αν περίμενε να ξημερώσει ίσως να ήταν πολύ αργά.

Όμως ήταν ένας μεγάλος, γενναίος, γκρίζος λαγός, και το παιδάκι του ετοιμοθάνατο! Βγήκε από τη φωλιά στο σκοτάδι και άρχισε να τρέχει. Άκουγε βήματα και ανάσες και γρυλίσματα μεγάλων ζώων, όλα γύρω του ήταν τρομακτικά, όμως συνέχιζε να τρέχει. Ξαφνικά, δύο μεγάλα φώτα τον ζάλισαν κι ένας εκκωφαντικός θόρυβος τον έκαναν να κοκαλώσει. Ήξερε τί ήταν. Είχε ακούσει ιστορίες για λαγούς που μαγεύονταν από αυτά τα μεταλλικά πράγματα με τις ρόδες και τα φώτα και δεν τους ξαναέβλεπαν ποτέ!

Μπορεί σε άλλη περίπτωση να έπιαναν τα μάγια και σ’ αυτόν, όμως όχι τώρα. Είχε ένα γιό να σώσει! Μάζεψε όλη του τη θέληση και τράβηξε το βλέμμα του από το φως. Έβαλε όλη τη δύναμη της φωνής του και άρχισε να τραγουδάει για να καλύψει το φρικιαστικό ήχο. Σκέφτηκε με όλη του την ψυχή και την αγάπη τη γυναίκα του και το άρρωστο λαγουδάκι που τον χρειάζονταν. Κι έτσι κατάφερε το ακατόρθωτο. Ορθοπόδησε και με ένα πήδημα βρέθηκε πίσω από ένα θάμνο στην άκρη του δρόμου. Σώθηκε!

Περίμενε μέχρι που τα φώτα απομακρύνθηκαν και χάθηκαν, πέρασε προσεκτικά απέναντι κι έπειτα συνέχισε το τρέξιμο. Βρήκε γρήγορα το βότανο που έψαχνε και πήρε το δρόμο του γυρισμου. Έφτασε έγκαιρα στο σπίτι και περιποιήθηκε την ανοιχτή πληγή. Το λαγουδάκι ήταν αδύναμο όμως είχε σωθεί και θα γινόταν σύντομα τελείως καλά.

Τα χρόνια πέρασαν, οι δύο λαγοί έκαναν κι άλλα πολλά παιδιά, και τα παιδιά τους έκαναν παιδιά, και ο λαγός είναι πια παππούς. Ακόμη και τώρα όμως διηγείται στα εγγονάκια του πώς σώθηκε από εκείνο το κίτρινο αυτοκίνητο που προσπάθησε κάποτε να τον μαγέψει...

Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, ζήσαν αυτοί καλά, κι εμείς δε φάγαμε στιφάδο...

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2008

Τοποθεσίες με ονόματα που...ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ...

ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ
Στη στροφή κοντά στα πρώτα σπίτια του χωριού, υπάρχουν κάτι σκαλάκια, από αυτά που οδηγούν στον κάτω μαχαλά. Όταν κάθεσαι στο πρώτο σκαλοπάτι, βλέπεις ένα σωρό σημεία του χωριού. Ωστόσο, έτσι όπως είναι κρυμμένα τα σκαλιά κάτω από το δρόμο, ουσιαστικά όταν βρίσκεσαι εκεί, είσαι "αόρατος". Κάποτε τοποθετήθηκε εκεί ένας στρογγυλός, κίτρινος καθρέφτης για καλύτερη ορατότητα. Κι έτσι, το μέρος αυτό πήρε το όνομά του! Βέβαια, ο καθρέφτης δεν άντεξε και πολλά χρόνια αλλά παρότι πλέον δεν υπάρχει, ο "καθρέφτης" είναι ακόμα το ιδανικότερο μέρος για...κατασκοπεία!

ΠΑΓΚΑΚΙΑ
Λίγο έξω από το χωριό, σε ένα πλάτωμα με φανταστική θέα, δίπλα στο δρόμο ήταν παλιά τα παγκάκια. Τρία ξύλινα παγκάκια, στη μέση του πουθενά, στο χείλος του γκρεμού. Ήταν ιδανικά για λίγη ξεκούραση από το περπάτημα βλέποντας τα βουνά γύρω. Και ήταν τόσο όμορφα εκεί, που καθιερώθηκε η "βόλτα στα παγκάκια" έτσι απλά...! Ε, και επειδή η συνήθεια είναι συνήθεια, ακόμα και τώρα που πια τα έχουν βγάλει, ο όρος συνεχίζει να υφίσταται...

ΣΥΝΤΡΙΒΑΝΙ
Στην πραγματικότητα δεν ήταν ποτέ συντριβάνι, αλλά ένα μεγάλο κυκλικό πεζούλι με ένα...νεογέννητο πλατανάκι και κάτι υπέροχες τριανταφυλλιές. Ως παιδάκια μπορούσαμε να γυρίζουμε γύρω του με τα ποδήλατα, σαν δαιμονισμένα, για ώρες! Λίγα χρόνια μετά και αφού το συντριβάνι ήταν το σήμα κατατεθέν της πλατείας, δίναμε εκεί ραντεβού τα απογεύματα-πράγμα που δεν είχε και πολύ νόημα γιατί κατά βάση πηγαίναμε 10 μέτρα πιο κει για καφέ... Τελικά, μας το πήραν κι αυτό! Τώρα η πλατεία μας είναι πλακόστρωτη αλλά στο κέντρο της δεν υπάρχει τίποτα πια. Παρόλα αυτά, και επειδή μας λείπει, ακόμα δίνουμε καμιά φορά ραντεβού στο συντριβάνι, οπότε, πού και πού 15 τρελοί στέκονται μέσα στη μέση της πλατείας στις 9 ακριβώς!

ΓΗΠΕΔΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ ή ΛΙΜΝΗ
Δίπλα στο γήπεδο μπάσκετ θα ταίριαζε κι ένα ποδοσφαίρου• έτσι ξεκίνησε. Έγιναν οι πρώτες εργασίες και δημιουργήθηκε το απαραίτητο "ίσωμα" όμως το σχέδιο ναυάγησε κι έμεινε στη μέση. Το "γήπεδο", με την πρώτη βροχή μετατράπηκε σε λίμνη με τα όλα της (είχε στ΄ αλήθεια όλη την απαιτούμενη χλωρίδα και πανίδα, δηλαδή βρύα και λειχήνες και βατράχια!). Κι έτσι, ακόμα και τώρα-που ούτε χορτάρι έχει αλλά ούτε και νερό-αυτό το σημείο δίπλα στο μπάσκετ έχει 2 αναμνηστικά ονόματα...

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2008

ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΔΙΧΩΣ ΤΕΛΟΣ

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα όμορφο χωριό σε ένα καταπράσινο μέρος ψηλά στο βουνό. Εκεί κάθε καλοκαίρι, τον Αύγουστο συνήθως, συναντιόνταν στις διακοπές τους πολλά παιδιά από διαφορετικές πόλεις της Ελλάδας.

Οι γνωριμίες μεταξύ τους γίνονταν με πολλούς τρόπους… τα κορίτσια στις κούνιες πίσω από το ηρώων έλεγαν τη φράση-κλειδί «θέλεις να γίνουμε φίλες;» και τα αγόρια πετούσαν τη μπάλα ο ένας στον άλλον, κίνηση που σηματοδοτούσε μια καινούργια φίλια.

Όμως τα πράγματα δεν ήταν πάντα τόσο ρόδινα… καυγάδες, «μούτρα», ιστορικές τούμπες με τα ποδήλατα, κλάματα και πάλι από την αρχή, ξεκινώντας όμως πάντα με χαμόγελα!

Τα χρόνια περνούσαν, τα παιδιά μεγάλωσαν, έφηβοι πια άρχισαν τις βόλτες στην Κρανιά, στο Σταυρό, στο Βραχτορέμα, στην Καρυά και τη Σέλιανη. Το κρυφτό και το κυνηγητό έδωσαν τη θέση τους γενναιόδωρα σε «πειράγματα», ατελείωτες συζητήσεις και ψιθύρους για τους κρυφούς έρωτες! Έδιναν ζωή στο μικρό χωριό που του έφτανε και για τον δύσκολο χειμώνα οπότε και ερήμωνε σχεδόν. Θέατρο, παιχνίδια και χορός, πολύς χορός! Κάθε χρόνο πριν το πανηγύρι το χωριό «έβραζε» και όλοι συζητούσαν γι’ αυτό αγχωμένοι που θα εμφανίζονταν μπροστά σε όλο το χωριό με τις παραδοσιακές στολές τους, ιδανική ευκαιρία για να τους καμαρώσουν οι γονείς, φουσκωμένοι σαν παγόνια από την περηφάνια τους!!! Τα βράδια κουκουλωμένοι όλοι με μπουφάν και κασκόλ έκαναν τους θαρραλέους και περνούσαν σχεδόν όλη τη νύχτα γύρω από το γερο-πλάτανο της πλατείας ή στο κιόσκι ή αργότερα και στο γήπεδο του μπάσκετ. Ξενυχτούσαν μέχρι πρωίας για να δουν την ανατολή καθισμένοι κοντά ο ένας στον άλλον για να ζεσταθούν και χωρίς να πτοούνται από τα κουνούπια, που τους περιτριγύριζαν τις πρώτες πρωινές ώρες.

Οι νέοι αυτοί άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι αυτό που συνέβαινε κάθε χρόνο στο χωριό δεν ήταν κάτι απλό γι’ αυτούς… οι φίλιες και η αγάπη για το χωριό όλο και δυνάμωναν. Κάθε καλοκαίρι ήταν σαν να συνεχίζεται ο χρόνος από το προηγούμενο, σαν να μην είχε μεσολαβήσει ένας ολόκληρος χειμώνας! Φτάνοντας εκεί περνούσαν σε έναν άλλο κόσμο, μαγικό, με ζωντανά χρώματα και μυρωδιές που γέμιζαν τα ρουθούνια τους μεθώντας τους. Περνούσαν σε έναν κόσμο αποκλειστικά ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ!!!

Μέσα σ’ αυτήν τη μεθυστική δίνη στροβιλίζονταν για χρόνια αργότερα, καριερίστες ή μποέμ, παντρεμένοι ή αμετανόητοι εργένηδες, με παιδιά ή χωρίς … άλλοτε στο χωριό και άλλοτε μακριά απ’ αυτό νοσταλγώντας το…

Και επειδή κανείς δεν ξέρει πώς έρχονται τα πράγματα στη ζωή, αυτό που εύχονται όλοι είναι αυτή η γλυκιά ζαλάδα να κρατήσει και να ζαλίσει και πολλές πολλές γενιές ακόμα…

Ο ύμνος των μαύρων σκυλιών

Στα ξενύχτια λέμε ναι,
και στις τρέλες λέμε ναι
Στα μεθύσια λέμε ναι,
στα κορίτσια λέμε ναι
Στους απέξω λέμε ναι,
στους εντάξει λέμε ναι

Όχι λέμε στις κότες,
όχι και στους ξενέρωτους
Όχι λέμε στις κότες,
όχι στους κυριλέ

Στους δικούς μας λέμε ναι,
και στους ξύπνιους λέμε ναι
Στους μουσάτους λέμε ναι,
στους φευγάτους λέμε ναι
Στα μπαράκια λέμε ναι,
στα παπάκια λέμε ναι

Όχι στους τεχνοκράτες,
όχι και στις κυρίες τους
Όχι στους τεχνοκράτες,
όχι στους λογικούς

Στη τρέλα, ναι, στα πάρτι, ναι
Στη δράση, ναι, στη βράση, ναι
Στη σάμπα, ναι, στο τσάμπα, ναι
Στη ρέγγε, ναι, στη ντίσκο, ναι
Στους μαύρους, ναι, στους γαύρους, ναι
Στους αναλφάβητους, ναι

Στους φαντάρους λέμε ναι,
και στους γύφτους λέμε ναι
Στους μαλλιάδες λέμε ναι,
στους ροκάδες λέμε ναι
Στα μαγκάκια λέμε ναι,
στα πρεζάκια λέμε ναι

Όχι λέμε στην πρέζα,
όχι και στην εξάρτηση
Όχι λέμε στην πρέζα,
όχι στα σκληρά

Στα ωραία λέμε ναι,
και στα κόλπα λέμε ναι
Στα μυστήρια λέμε ναι,
και στις φάσεις λέμε ναι
Στα ουίσκια λέμε ναι,
στα τσιγάρα λέμε ναι

Όχι στην ηρωίνη,
όχι σ' αυτό το διάολο
Όχι στην κοκαίνη,
όχι στα σκληρά

Στην άπλα, ναι, στην ξάπλα, ναι
Στις βάρκες, ναι, στις τσάρκες, ναι
Στους φίλους, ναι, στις πλάκες, ναι
Στους σκύλους, ναι, στις γάτες, ναι
Στους Mήτσους, ναι, στους Kιτσους,
ναι
Στην αντισύλληψη, ναι

Στα κοκτέιλς λέμε ναι,
και στα κόμικς λέμε ναι
Στις μπανάνες λέμε ναι,
στις κουκλάρες λέμε ναι
Στις πισίνες λέμε ναι,
στις αιώρες λέμε ναι

Όχι λέμε στους βλάκες,
όχι γαμώ τους άσχετους
Όχι λέμε στους βλάκες,
όχι στους χαζούς

Στα τσακάλια λέμε ναι,
και στους έτσι λέμε ναι
Στους τζαζίστες λέμε ναι,
στους μπλουζίστες λέμε ναι
Στις ζηλιάρες λέμε ναι,
στις τρελιάρες λέμε ναι

Όχι παιδιά στις ψόφιες,
όχι και στους κρυόκωλους
Όχι παιδιά στις ψόφιες,
όχι στους σοβαρούς


Στίχοι: Λουκιανός Κηλαηδόνης
Μουσική: Λουκιανός Κηλαηδόνης

Δεν ξέρω αν συμφωνείτε αλλά νομίζω ότι αυτός θα μπορούσε να είναι και ο "Ύμνος των Μαύρων Λιθαριτών" τύπου...

ΣΤΟΝ ΤΑΣΟ

Της μοίρας τα καμώματα
κανείς μας δεν τα ξέρει.
Μα 'σένανε αστέρι μου
σε πήρε μεσημέρι.
Ποιός θα μου το λεγε
τούτο το καλοκαίρι
πως θα 'χανα τη χάρη σου
στ' Αυγουστου το αγέρι.
Χίλιες στιγμές με σένανε
τα μάτια μου γεμίζουν
κι αναμνήσεις οι παλιές
τα στήθη μου, μου σκίζουν.
Νωρίς σε πήρε ο θάνατος
στ' ατέλειωτο ταξίδι
και τα όνειρά σου γκρέμισε
σαν να 'τανε παιχνίδι.
Νωρίς σε πήρε κι από μας
τους φίλους σου που περιμένουν,
σε μια άλλη ίσως ζωή
μαζί σου πιά να μένουν.
Γιατί όσοι αγαπιούνται
και νεκροί ποτέ τους
δεν πεθαίνουν.



αυτό αφιερωμένο σε έναν φίλο που αγαπήσαμε πολυ αλλά δεν προλάβαμε να του το πούμε
και που πλέον, σε μερικούς, οι παλίες ανέμελες στιγμές του χωριού θα μας θυμίζουν τον άδικο χαμό του.
14/08/2006

περίεργα πράγματα


Ξυπνάω στο σπίτι μου στο χωριό και βγαίνω στο μπαλκόνι αφού πρώτα έχω ενστικτωδώς ντυθεί, πράγμα που παραδέχομαι δεν είναι σπάνιο, έχω δείξει μέχρι και τους φρονιμίτες μου σε όλη την γειτονιά και παρατηρώ ότι γύρω μου κάτι περίεργο συμβαίνει. Είναι όμως νωρίς ακόμα και εκτός του ότι στο μυαλό μου δεν έχουν φορτωθεί όλα τα δεδομένα, τα βλέπω ακόμα όλα θολά και έντονα! Ντυμένος πια και με το μυαλό μου να επεξεργάζεται μόνο δεδομένα του τύπου μιλάω και δεν γκαρίζω ή δεν κατουράω τους γείτονες παρά μόνο στην κλασσικά αναχρονιστική τουαλέτα μας, κατευθύνομαι προς την πλατεία. Όλα μου φαίνονται ακόμα πολύ καθημερινά αλλά και συγχρόνως υπερβολικά συνηθισμένα. Λείπει ταυτοχρόνως όμως κάτι από την ατμόσφαιρα, κοιτάζοντας αριστερά δεξιά καθώς περπατώ προς την ίδια κατεύθυνση αναρωτιέμαι ξαφνικά “που είναι όλοι”;
Φτάνοντας στην πλατεία αναζητώ τον μοναδικό μηχανικό για να φορτώσει τα, ακόμη άδεια, δεδομένα μου. Κάθομαι και ζητώ στον Γιώργο να μου φέρει ένα καφέ γλυκό με λιγάκι γάλα, εκεί άμεσα έχω την πρώτη αντίδραση του μυαλού, αν και υποκειμενική, “αν πιεις καφέ γλυκό θα παχύνεις!!!”, “Γιώργο καν’ τονε μωρέ μέτριο” λέω αυτόματα, την ίδια στιγμή ο κόσμος που ακόμη βρίσκομαι γεμίζει από τα θεία.
Ακόμα όμως κάτι συνεχίζει να μην πάει καλά. Παρατηρώ το γύρω περιβάλλον συγχέοντας το στο μυαλό μου με εικόνες και μουσικές βιτρό! Μάλιστα...
Στην συνέχεια βλέπω στο βάθος, βασικά πρέπει να γίνεται κάτι σαν αντιπολεμική διαδήλωση ή να υπάρχει μια διαφωνία μεταξύ μερικών στην πλατεία ή ακόμη χειρότερα, αυτά να γίνονται μαζί, την ίδια στιγμή αναρωτιέμαι κάπως άκομψα! “Ρε Γιώργο περιμένω τόση ώρα σε αυτό το κωλοτραπέζι”
Τα βλέπω όλα θολά και δεν μπορώ να διακρίνω, μπροστά μου κάθονται και άλλοι άνθρωποι, σηκώνομαι να δώ καλύτερα αλλά ένα τύπος, άγνωστος και αυτός, μου λέει κάπως άκομψα για την συγκεκριμένη ώρα, αλλά και για τον χαρακτήρα μου, να καθίσω κάτω. Την ίδια στιγμή κάποιος φωνάζει το εξής ή τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται εμένα: “Χρίστο αν δεν σταματήσει ο κόπανος θα τον γαμ...”.
Η πρώτη απο τις ομάδες που πρόσεξα πριν λίγο έχει περίεργη εμφάνιση. Οι άνθρωποι που την απαρτίζουν είναι σχετικώς μεγάλοι σε ηλικία, φοράνε όλοι τους μεγάλα καπέλα με φτερά και ακόμη περίεργα γυαλιά και πλαστικές μύτες, έχουν δε, τσιγκελωτά μουστάκια. Κρατάνε λάβαρα με κάτι τεράστιους άλλα και συνάμα περίεργους θυρεούς. Σε ένα εξ αυτών διακρίνω κάτι κίτρινα πράγματα στο κέντρο, μάλλον μπανάνες, με την εξής περιγραφή “ΟΡΕΙΝΕΣ”. Στο δεύτερο διακρίνω ένα μεγάλο δέντρο, μοναχικό, μάλλον μηλιά. Στο τρίτο δε, η περιγραφή παραξενεύει ακόμα και αυτόν που το έφτιαξε: Συρματόπλεγμα γύρω-γύρω περικλείει δυο-τρεις κρεμάλες με φόντο ένα τοπίο ορεινό και από κάτω γράφει, “ΖΕΣΤΗ ΦΑΣΟΛΑΔΑ-ΑΦΟΙ ΚΟΥ../..ΣΗ”
Η δεύτερη ομάδα είναι πιο ολιγάριθμη. Αποτελείται από νεώτερα άτομα που φορούν κόκκινα και μαύρα και κρατάνε τεράστιες σημαίες. Η σημαίες τους είναι πιο απλές από εκείνες της άλλης ομάδας. Είναι κόκκινες και έχουν ένα θυρεό με ένα δρεπάνι πάνω από ένα τόπο στον οποίο ηγεμονεύει ένας τεράστιος μαύρος βράχος. Ακόμα υπάρχει ένα σφυρί στραμμένο προς κάτι απροσδιόριστο από την θέση που βρίσκομαι.
Ο μεγάλος Πλάτανος του χωριού βρίσκεται στα μάτια μου πολύ πίσω και από τις δύο ομάδες, σαν να στέκεται απόμακρος. Τώρα οι φωνές έχουν σταματήσει και όλοι όσοι θεωρούν τους εαυτούς τους κάπως απομακρυσμένους από αυτά, περιμένουν να μαντέψουν την επόμενη κίνηση κάθε μιας. Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι που δεν ασχολούνται καθόλου, μερικοί εξ αυτών με αρχηγό κάποιον ντυμένο στα κίτρινα παίζουν χαρτιά ενώ κάποια άλλα νεότερα πρόσωπα με μπροστινό κάποιον με κοτσίδα, περπατούν ρυθμικά γύρω από κάποιον που παίζει ένα μουσικό όργανο. “Οκ Γιώργο εγώ δεν μπορώ να καταλάβω τι μου γίνεται από την νύστα, εσύ όμως δεν μπορείς να τσακ... να μου φέρεις τον γ..καφέ;” αναλογίζομαι. Τώρα αρχίζω να υψώνω την φωνή μου και καθώς όλο και συνεχίζω να φωνάζω αναζητώντας τον Γιώργο με μεγαλύτερα νεύρα, οι πελάτες γύρω μου αρχίζουν να χάνονται. Μάλιστα ψιθυρίζω μέσα μου...Τότε χωρίς λόγο ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού αρχίζει να με κυνηγάει μαινόμενος. Αρχίζω και εγώ να τρέχω προς το άνοιγμα που χωρίζει τις δυο ομάδες στο κέντρο της πλατείας. Εκείνη την ώρα οι δυο τους είναι σε τροχιά σύγκρουσης. Από την μεριά των νεαρότερων πρωτοστατούν 2-3 κοπελιές που κραδαίνουν απειλητικά τα καδρόνια προς την αντίπαλη, τώρα, ομάδα και ένας ακόμα νεαρός που έχει σηκώσει σε μια περίεργη στάση το πόδι του. Μια ακόμη κοπελιά κοιτάζοντας στα μάτια ένα κύριο από την άλλη πλευρά, έχει καταφέρει να δημιουργήσει με τις υπεράνθρωπες διανοητικές δυνατότητες της ένα πυρηνικό μανιτάρι. Καταφέρνω και περνάω ανάμεσα τους την ύστατη στιγμή και τώρα τρέχω προς την κατεύθυνση της εκκλησίας. Πίσω οι μαινόμενοι χωριανοί έχουν χαθεί πια και το τοπίο έχει πάρει εντελώς διαφορετική όψη από αυτή που περίμενα.
Είμαι στο εκκλησάκι που ονομάζουμε Σταυρό. Εκεί βρίσκεται ο Γιώργος, τον πετυχαίνω την στιγμή που ολοκληρώνει την τοποθέτηση ενός βιτρό. Το βιτρό αναπαριστά ένα ορεινό χωριό πνιγμένο στο φώς ενώ το έχει αγκαλιασμένο μέσα στα κλαδιά του ένας γέρο-πλάτανος. “Περίμενε σε έχω έτοιμο”, μου λέει ο Γιώργος. Την στιγμή που ολοκληρώνει την εργασία του, βγάζει από κάπου ένα ποτήρι καφέ “μέτριο έτσι;” ρωτάει, “Ναι” του απαντάω, “κάλιο αργά παρά ποτέ!!” Την στιγμή που μου το δίνει όντας σε μια σκάλα από πάνω μου, βλέπω και ένα μικρό σφυράκι να έχει πάρει ήδη κατεύθυνση στραμμένη προς το μέρος μου.
ΩΧ!!!!!

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2008

goal

δυο απαντησεις υπαρχουν στο ερωτημα: γιατι δυο ατομα με καταγωγη απο μαυρολιθαρι δε πρεπει ποτε να κανουν μεταξυ τους παιδια ;

Δημητρης Μ. και Κατερινα Τζ. υπεροχη χοντραδα ελπιζω να μη θυμωσατε. και αν θυμωσατε πιειτε ξυδι και ξυριστε το κεφαλι σας και αν ετσι σας περασει ο θυμος τοτε παιζει να αγορασει τηλεοραση ο πετσωτας. δοκιμαστε ομως γιατι οταν ειχε ο σταθης και λιωναμε δε καναμε τοση παρεα και δε θα ειχα τυψεις για αυτο το αστειο. επισης πυγολαμπιδες η κωλοφωτιες που αναφερει η ανταρα εχω να δω απο τοτε που ο αργυρης πρωτοεφερε τον "TYRBO" και συμπεραινω πως αυτος τις εφαγε ολες. αν καποιος συμφωνει μαζι μου προτεινω τη δημιουργια του ΣΝΜΠΠΠΟΤΕΤΠ (συλλογο νεολαιας μαυρολιθαριτων που πιστευουν πως ο ΤΥRBO εφαγε τις πυγολαμπιδες) με προεδρο τον κ. Παλιουρα και την διοργανωση ημερίδας με θεμα φασουλαδα στην κρανια και ο ΤΥRBO στον καραπλη/αναδομηση του μαυρολιθαριτικου πνευματος . ελπιζω πως τωρα που εχουμε τα μεσα να μας χρηματοδοτησει το ΚΚΕ(αξιζει να αναφερθει πως το word αναγνωριζει το ΚΚΕ). .πραγματι περναμε ωραια στο χωριο. νομιζω πως το επομενο θεμα πρεπει να αφορα τα μπαρδακια που επισης αναφερει η ανταρα .

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2008

Μαγεία


Θα ήθελα να συνεχίσω από εκεί που σταμάτησε η Αντάρα. Το μέρος αυτό είναι πραγματικά μαγικό.Αρκεί να κλείσεις τα μάτια και να αφουγκραστείς το σάλεμα των φύλλων. Όπως πολλοί έχετε διαπιστώσει, έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Εκεί ο χρόνος κυλάει διαφορετικα. Οι σφυγμοί των ανθρώπων πέφτουν και όλοι αφήνονται σε μια νιρβάνα χαλάρωσης και ηρεμίας. Μόλις ξεκινήσεις για το χωριό έχεις αφήσει πίσω σου τους πάντες και τα πάντα. Δεν σε νοιάζει από που φεύγεις, μόνο που πηγαίνεις. Ξέρεις ότι θα βρεθείς στο δικό σου καταφύγιο μακριά από το άγχος και την θολούρα της μίζερης καθημερινότητας. Ο αέρας είναι διαφορετικός εκεί. Μόλις περάσεις την πινακίδα που σε καλωσορίζει οι μυρωδιές είναι διαφορετικές επίσης. Πάντα θα θυμάμαι την μυρωδιά της υγρασίας από το μουσκεμένο χώμα στα μέσα Ιούλη κ αμέσως μετά από την καταιγίδα την ευωδιά από τα λουλούδια στις αυλές. Ξέρεις ότι το βράδυ θα χρειαστείς κουβέρτα για να κοιμηθείς. Ξέρεις ότι θα ξυπνήσεις και ότι θα μαζέψεις δέκα ''καλημέρες'' και πέντε ''τίνους είσαι ΄συ'' μέχρι να φτάσεις στην ''Μουτσάρα'' για να πάρεις νερό για το μεσημεριανό τραπέζι. Στο Μαυρολιθάρι ζεις καλά με όλα όσα συνεπάγεται αυτο. Κλείνοντας θα ήθελα να πω οτι λυπάμαι πολύ τους ανθρώπους που κοροϊδεύουν και μόνο στην ιδέα να φοράς φούτερ μέσα Αυγούστου αλλά ΕΜΕΙΣ ΞΕΡΟΥΜΕ κάτι παραπάνω...



Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2008

Μαυρολιθάρι

Είναι το μέρος στο οποίο πηγαίνουμε απο μικρά παιδιά(για την ακρίβεια νεογέννητα),το μέρος από το οποίο έχουμε τις καλύτερες παιδικές αναμνήσεις,το μέρος που αγαπήσαμε οσο κανένα άλλο σε αυτό το κόσμο.Εκεί μάθαμε ποδήλατο,πέσαμε,κλάψαμε και τέλος γελάσαμε...

Είναι το μέρος οπού στις περιγραφές των διακοπών μας στους φίλους ,λάμπει το πρόσωπό μας από χαρά λές και είναι ο παράδεισος!!!Είναι το μέτρημα των μηνών μέχρι να φτάσει ο Αύγουστος για να πάμε και να ξαναπάμε...

Μπορεί για κάποιους αυτά να φένονται υπερβολικά αλλά για εμάς(ξέρετε εσείς) είναι η πραγματικότητα...

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2008

Μνήμες


Θα αναφέρω την σκέψη μιας φίλης μου: “Όταν κάπου κάπου μας έρχεται στο μυαλό το χωριό μας, αβίαστα σχηματίζεται και ένα χαμόγελο στα χείλη, τότε οι άλλοι γύρω μας απορούν, εμείς όμως ξέρουμε!”

Ιντερλούδιο

Η μητέρα μου όταν ακούει να μιλάω με τον τρόπο μου για το χωριό, παίρνει αμέσως μια έκφραση αγανάκτησης, προφανώς λόγώ του τρόπου αυτού, και μου λέει: “ αμ πως αλλιώς παιδί μου, αφού δεν είχες κλείσει 40 μέρες και ο πατέρας σε πήγε πάνω”. Δεν χρειάζεται να αναφέρω ότι την ίδια ώρα ο πατέρας μου παίρνει μια έκφραση αυταρέσκειας...

ΜΝΗΜΕΣ

Τα βιώματα μου και οι μνήμες που ξεπηδούν μέσα από αυτά είναι ένας αρκετά μεγάλος αριθμός και κυρίως συμπίπτουν με τα του χωριού μου. Θυμήθηκα τον χωματόδρομο που υπήρχε τότε και την σκόνη που έπρεπε να υποφέρουμε μέχρι να φτάσουμε, θυμάμαι την πρώτη μέρα που στάθηκα - επιτέλους - στις δυο ρόδες του ποδηλάτου(με την βοήθεια του Γιάννη) και το αντίτιμο για αυτό το πλήρωνα για κάμποσα από τα επόμενα καλοκαίρια με ρημαγμένα πόδια. Ακόμα οι ιστορίες τις γιαγιάς, οι πορτοκαλάδες και οι κουραμπιέδες που κέρναγαν οι παππούδες ή ακόμα πολύ περισσότερο τα άπειρα λεφτά που δίναμε στα ηλεκτρονικά του Χαλέτσου, οι πρώτες και πολύ πετυχημένες φασολάδες στου Σμαίλη! Τα γέλια, τα αθώα πειράγματα( δεν φταίω εγώ ρε παιδιά που είχα μεγάλο κεφαλάκι), ο πόλεμος-αναπαράσταση GIJoe-Cobra (από τις λίγες περιπτώσεις στην ιστορία που οι καλοί...χάνουν πάντα).

Μετά μεγαλώσαμε λίγο και μπήκαμε στην εφηβεία. Πολύ ποδήλατο, πολύ ποδόσφαιρο, πολύ μπάσκετ, πολύ...ΙΣΑ, φωτιές στο πλατανάκι, ξενύχτια με μια λιγούρα τυρόπιτας γύρω στις 4 το πρωί. Θεατρικά, χορευτικά, και ένας παράλογος τοπικισμός, όλα αυτά χαλαρά και χωρίς πολλές έννοιες!

Μετά οι παρέες οι πρώτες σπάσανε και αναπόφευκτα – και ευτυχώς – σμίξαμε με άλλες, ήρθανε και οι πρώτες απώλειες από πρόσωπα χαραγμένα και όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο μίκραιναν τα καλοκαίρια, ποτέ όμως δεν χάνανε το περιεχόμενο τους και την αξία τους.

Για όλα αυτά φτιάξαμε αυτό εδώ το blog. Και αν όλοι αυτοί που πια βλέπουμε όλο και λιγότερο δεν μπορούν να μας έρχονται πια, ας μας διαβάζουν....και ας μας βρίζουν. ΔΕΝ ΜΑΣ ΝΟΙΑΖΕΙ!!!!!!!

Τα λέμε χωριανάκια!!!

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2008

Μαυρολιθάρι είναι...


  • οι πυγολαμπίδες που πιάναμε παλιά

  • ο καθαρός αέρας του βουνού

  • τα πικνίκ στην Kρανιά με πατατάκια

  • οι τούμπες με το ποδήλατο

  • τα βράδια στον πλάτανο (όταν είχε καρέκλες...)

  • ο γύρος του θανάτου στις κούνιες

  • τα αστέρια από το μπάσκετ

  • το άραγμα στον καθρέφτη, στα σκαλάκια, με τσιγάρα στα κρυφά

  • τα μπαρδάκια που φυτρώνουν ΜΟΝΟ εκεί

  • το χορευτικό όταν ήμαστε μικρά

  • τα βουνά απέναντι

  • η παρέα που είναι πάντα εκεί σαν να μην έχει περάσει μέρα

  • το χωριό ειδωμένο από το κιόσκι

  • τα έλατα παντού

  • οι πρόβες στο σχολείο

  • η ορειβασία στις πλαγιές

  • τα βατόμουρα στον Kεφαλόβρυσο

  • οι βόλτες από τη μία άκρη στην άλλη

  • το σχοινάκι στην πλατεία

  • οι φασολάδες στου Σμαϊλη

  • ο Πεθαμένος για φόντο

  • τα παιδικά μου χρόνια

  • η θέα από το μπαλκόνι

  • ο ήχος του νερού που τρέχει

  • το ηλιοτρόπιο που θα κληρονομήσω

  • τα υπέροχα χωριάτικα κουτσομπολιά

  • η γεύση βελανιδιού (ναι, το έφαγα...)

  • ο Παρδάλης ή Νταβέλης ή Τζακ ή...

  • η θέα από τα παγκάκια

  • τα βαρελάκια στην Καρυά

  • ο χρόνος που σταματάει

  • τα λουλούδια-σαπουνάκια

  • οι αρκούδες των οικολόγων

  • η ομαδική παράκρουση βόλλεϋ

  • οι τρομακτικές ιστορίες (που δεν τρομάζουν κανένα)

  • ο χορός στην Υπαπαντή με σόλο κλαρίνο

  • οι εξερευνήσεις στα σοκάκια

  • το Λιαράκι

  • οι ιστορίες των γιαγιάδων

  • οι νύχτες με φεγγάρι

  • ο αντίλαλος στο πανηγύρι

  • η καταπακτή στο σπίτι του παππού

  • ο ελληνικός καφές στην αυλή

  • το θρυλικό λ’θάρ

  • τα κολοκυθολούλουδα (εθνικό φαγητό)

  • το κρύο Αυγουστιάτικα

  • τα σαγανάκια στον Αργύρη

  • τα διαλυμένα από τα χτυπήματα γόνατα

  • η μυρωδιά της βροχής

  • η αυτόματη υιοθέτηση της τοπικής προφοράς

  • η σιγουριά ότι τους ξέρω όλους από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου

Δε ξέρω αν οι ψυχές των ανθρώπων ποτίζουν το χώμα και τα δέντρα και ό,τι υπάρχει γύρω τους ή αν ο τόπος έχει τη δική του ψυχή και την μοιράζει σε όσους υπάρχουν πάνω του.
Δε ξέρω αν τελικά είναι το τοπίο και η φύση ή οι άνθρωποι που κάνουν αυτό το μέρος μαγικό...

Το Μαυρολιθάρι σας καλωσορίζει...