Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2008

ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΔΙΧΩΣ ΤΕΛΟΣ

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα όμορφο χωριό σε ένα καταπράσινο μέρος ψηλά στο βουνό. Εκεί κάθε καλοκαίρι, τον Αύγουστο συνήθως, συναντιόνταν στις διακοπές τους πολλά παιδιά από διαφορετικές πόλεις της Ελλάδας.

Οι γνωριμίες μεταξύ τους γίνονταν με πολλούς τρόπους… τα κορίτσια στις κούνιες πίσω από το ηρώων έλεγαν τη φράση-κλειδί «θέλεις να γίνουμε φίλες;» και τα αγόρια πετούσαν τη μπάλα ο ένας στον άλλον, κίνηση που σηματοδοτούσε μια καινούργια φίλια.

Όμως τα πράγματα δεν ήταν πάντα τόσο ρόδινα… καυγάδες, «μούτρα», ιστορικές τούμπες με τα ποδήλατα, κλάματα και πάλι από την αρχή, ξεκινώντας όμως πάντα με χαμόγελα!

Τα χρόνια περνούσαν, τα παιδιά μεγάλωσαν, έφηβοι πια άρχισαν τις βόλτες στην Κρανιά, στο Σταυρό, στο Βραχτορέμα, στην Καρυά και τη Σέλιανη. Το κρυφτό και το κυνηγητό έδωσαν τη θέση τους γενναιόδωρα σε «πειράγματα», ατελείωτες συζητήσεις και ψιθύρους για τους κρυφούς έρωτες! Έδιναν ζωή στο μικρό χωριό που του έφτανε και για τον δύσκολο χειμώνα οπότε και ερήμωνε σχεδόν. Θέατρο, παιχνίδια και χορός, πολύς χορός! Κάθε χρόνο πριν το πανηγύρι το χωριό «έβραζε» και όλοι συζητούσαν γι’ αυτό αγχωμένοι που θα εμφανίζονταν μπροστά σε όλο το χωριό με τις παραδοσιακές στολές τους, ιδανική ευκαιρία για να τους καμαρώσουν οι γονείς, φουσκωμένοι σαν παγόνια από την περηφάνια τους!!! Τα βράδια κουκουλωμένοι όλοι με μπουφάν και κασκόλ έκαναν τους θαρραλέους και περνούσαν σχεδόν όλη τη νύχτα γύρω από το γερο-πλάτανο της πλατείας ή στο κιόσκι ή αργότερα και στο γήπεδο του μπάσκετ. Ξενυχτούσαν μέχρι πρωίας για να δουν την ανατολή καθισμένοι κοντά ο ένας στον άλλον για να ζεσταθούν και χωρίς να πτοούνται από τα κουνούπια, που τους περιτριγύριζαν τις πρώτες πρωινές ώρες.

Οι νέοι αυτοί άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι αυτό που συνέβαινε κάθε χρόνο στο χωριό δεν ήταν κάτι απλό γι’ αυτούς… οι φίλιες και η αγάπη για το χωριό όλο και δυνάμωναν. Κάθε καλοκαίρι ήταν σαν να συνεχίζεται ο χρόνος από το προηγούμενο, σαν να μην είχε μεσολαβήσει ένας ολόκληρος χειμώνας! Φτάνοντας εκεί περνούσαν σε έναν άλλο κόσμο, μαγικό, με ζωντανά χρώματα και μυρωδιές που γέμιζαν τα ρουθούνια τους μεθώντας τους. Περνούσαν σε έναν κόσμο αποκλειστικά ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ!!!

Μέσα σ’ αυτήν τη μεθυστική δίνη στροβιλίζονταν για χρόνια αργότερα, καριερίστες ή μποέμ, παντρεμένοι ή αμετανόητοι εργένηδες, με παιδιά ή χωρίς … άλλοτε στο χωριό και άλλοτε μακριά απ’ αυτό νοσταλγώντας το…

Και επειδή κανείς δεν ξέρει πώς έρχονται τα πράγματα στη ζωή, αυτό που εύχονται όλοι είναι αυτή η γλυκιά ζαλάδα να κρατήσει και να ζαλίσει και πολλές πολλές γενιές ακόμα…

6 σχόλια:

  1. ελπιζω η ανταρα να μην βαζει τα κλαματα καθε φορα που το διαβαζει!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. η αλήθεια είναι ότι συγκινήθηκα αλλά όχι, μετά από ένα χρόνο και κάτι έχω αρχίσει να το ελέγχω...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. κάποιος είπε ότι θα γράψει εναλλακτικό τέλος στο παραμύθι...
    του πετάω το γάντι λοιπον!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. και αυτή η μεθυστική δίνη..γεμάτη απο φωνές τύπου "Μώκο σε αγαπάω" και τραγούδια του βουνού και του λόγγου γύριζε απο εποχή σε εποχή και απο Κομιξ σε κόμιξ. Οπότε πέρα απο ήρωες παραμυθιού γίναμε. οι χωριανοί έγιναν ένας ολόκληρος νέος κόσμος που απο δώ καιμ πέρα θα εκδίδεται απο κάθε τρίμηνο μαζί με την εφημερίδα του χωριού!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. kai tha ekdidetai apenanti apo tis mayroules sto kentro ths athhnas kai an paizei tsampoukas tha skaei o mhtros me ton arakia kai tha tous ksekefaliazoun olous.

    ΑπάντησηΔιαγραφή