Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2008

Ιστορία Παλιά......


Ένας γέροντας κάποτε ένιωσε πως οι μέρες που έρχονται θα είναι οι στερνές του. Έμενε μόνος στο χωριό σε ένα σπίτι που είχε η οικογένεια του εδώ και πολλές γενιές αλλά πλέον αυτός μόνος του το συντηρούσε. Τα παιδιά του είχαν εδώ και χρόνια μεγαλώσει και μένανε πλέον με τις οικογένειές τους σε άλλο τόπο, όχι πολύ μακρινό, αλλά παρ’ όλα αυτά ξεχωριστά από εκείνον. Ο γέροντας είχε φτάσει σε μεγάλη ηλικία και πλέον κοντά του είχε μόνο ότι υπήρχε στις αναμνήσεις του. Η γυναίκα του απο καιρό ήταν για αυτόν εικόνα στα άστρα και όχι μόνο μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Ανέβαινε που και που στο πάνω μέρος του σπιτιού έτσι ώστε να μπορεί να βλέπει όσο μακρύτερα γίνεται. Δεν το έκανε όμως για την θέα, η εικόνα αυτή του ήτανε καθημερινή. Πίστευε πως όσο μακρύτερα έβλεπε στον ορίζοντα, τόσο καθαρότερα θα αντίκριζε πάλι μέσα απο τις σκιές του μυαλού του κάποια πρόσωπα που από καιρό είχανε γίνει μόνο μνήμες! Νιώθοντας έτσι τις μέρες του να λιγοστεύουν κάλεσε τα παιδιά του και αυτά ήρθαν!
Την ημέρα εκείνη ο γέροντας την περίμενε από καιρό και έτσι τα είχε όλα ετοιμάσει με κάθε λεπτομέρεια. Μια εβδομάδα ολόκληρη δούλευε με τα χέρια του, για να τους καλωσορίσει μετά από τόσο καιρό έτσι όπως ήθελε, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόταν πως θα περάσουν τις μέρες εδώ, όλοι μαζί. Για κάποιο λόγο!
Ο γέροντας είχε δυο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Το αγόρι του έμοιαζε στο πρόσωπο – ήταν περίεργο αλλά πάντα τα αγόρια στην οικογένεια τους μοιάζανε του πατέρα τους – και είχε τον πράο χαρακτήρα της μητέρας του. Είχε δυο μικρά αγοράκια. Η κόρη είχε πάρει σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά της μητέρας της, ήταν σχετικός ψηλή με μεγάλα γαλάζια μάτια, από τον πατέρα της είχε πάρει μόνο λίγο από την υπομονή του αλλά και κάποια σκληράδα που όμως την βοηθούσε να ξεπερνάει τις όποιες δυσκολίες που ενίοτε παρουσιαζόντουσαν. Από την κόρη του είχε άλλα δυο εγγονάκια, ένα κοριτσάκι και ένα αγοράκι. Όποτε τον ρωτούσαν ποιο από τα εγγόνια του αγαπούσε περισσότερο, αυτός απαντούσε ότι βεβαίως όλα τα αγαπούσε το ίδιο, ο ίδιος μόνο ήξερε ότι όποτε κοίταζε το μικρό κοριτσάκι δύσκολα τραβούσε τα μάτια του από πάνω του.
Όλη εκείνη την ημέρα την πέρασε όπως ακριβώς την είχε φανταστεί, αν και κάποιες από εκείνες τις στιγμές βαθιά μέσα του τις θεώρησε ως τις καλύτερες που πέρασε για πολλά από τα τελευταία χρόνια. Έπαιξε με τα εγγόνια του για ώρες ολόκληρες, ενώ τριγύρισαν μαζί στις γειτονιές του χωριού. Σε αρκετές είχε να πάει καιρό, ίσως και να απέφευγε τέτοιου είδους περιηγήσεις, τα περασμένα είχαν από καιρό χαραχθεί μέσα του και έτσι οι εικόνες του μυαλού του να τον βολεύανε καλύτερα από εκείνες των ματιών του. Παρόλα αυτά τους διηγήθηκε κάτω από κλειστά παραθυρόφυλλα ιστορίες τόσο παλιές όσο κανένα από εκείνα, τους έδειξε δέντρα που πάνω τους είχε ανέβει παιδί και μονοπάτια που οδηγούσαν σε μέρη με ονόματα ξεχασμένα από πολλούς νεότερους. Τέλος τους ανέβασε σε ένα ψηλό σημείο λίγο έξω από το χωριό και αντίκρυ. Από εκεί πάντα πίστευε ότι είναι το καλύτερο σημείο για να καταλάβει κανείς την ισορροπία που βρισκόταν το χωριό με τον γύρο τόπο αλλά και τον πάντα σε ροή χρόνο.
Αφού γυρίσανε πίσω στο σπίτι, τα πήγε σε ένα δωμάτιο στα πάνω πατώματα, εκεί ανέσυρε κάτω από ένα κρεβάτι ένα σεντούκι παλιό. “Εδώ - τους είπε – υπάρχει ένας θησαυρός, ο μεγαλύτερος τούτου εδώ του σπιτιού, για πολλά χρόνια έμεινε κρυμμένος απο μάτια ξένα”. Τα παιδιά τότε άνοιξαν τα μάτια τους με το γνωστό, γεμάτο αναμονή και περιέργεια, τρόπο τους. Και είδαν!
Μέσα του είχε αντικείμενα που η αξία τους μετριέται μόνο με τις αναμνήσεις. Ο γέροντας σίγουρα ήξερε ότι τα παιδιά δεν θα καταλάβαιναν ακριβώς την σημασία του περιεχόμενο του σεντουκιού, την στιγμή όμως αυτήν την περίμενε από την τελευταία φορά που είχε ανοιχτεί και εκείνος τότε ήξερε ότι η επόμενη θα ήταν η σημερινή, έκανε βλέπεται υπομονή. Στην αρχή τους έδειξε παλιές φωτογραφίες και κάθε φορά εξηγούσε τα πρόσωπα που εμφάνιζαν, μετά τους έδειξε κάποια παλιά κειμήλια της οικογένειας, πράγματα που από καιρό είχαν να χρησιμοποιηθούν και τώρα μερικά ίσως να χρειάζονταν κάποια επιδιόρθωση, ακόμα τους έδειξε παιχνίδια δικά του και των γονιών τους, σε μερικά δε οι ερωτήσεις που αφορούσαν την χρήση τους ήταν τόσες πολλές που αναγκάστηκε να κάνει και καμία αναπαράσταση. Κράτησε μια φωτογραφία του σπιτιού για το τέλος. Σε αυτή μπορούσε να το δει κανείς όπως ήταν την μέρα που πρωτάνοιξε τις πόρτες του. Τους είπε: “Αυτό το σπίτι το έφτιαξε ο παππούς μου και εδώ γεννήθηκαν οι γονείς μου, εγώ και οι γονείς σας, εδώ βρίσκεται η πατρογονική εστία της οικογένειας μας για πολλά χρόνια και αυτό το σπίτι θα έρθει στα χέρια σας όταν εγώ φύγω! Φροντίστε να το κρατήσετε ζωντανό και ανοιχτό για άλλα τόσα χρόνια ακόμα, έτσι ώστε να μην βρεθεί κανείς να πει δείχνοντας το ότι η οικογένειας εκείνη ήταν καλή αλλά κανέναν τους δεν θα συναντήσετε πια στο χωριό μας”. Εκείνη την στιγμή τα παιδιά τον κοίταξαν με δέος, το κοριτσάκι όμως τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και όταν συναντήθηκαν τα γκρι του παππού, με τα γαλάζια το κοριτσιού η σιγουριά γεννήθηκε στην καρδιά του. Ροζιασμένα χέρια το πιάσανε και με έναν σεβασμό, που έγινε ένα με το τρέμουλο της συγκίνησης και των γηρατειών, το ξαναβάλανε στην θέση του. Μόνο εκείνο και ο επόμενος κάτοχος γνωρίζει πότε ξανάνοιξε!
Το τραπέζι που ακολούθησε ήταν γεμάτο. Κάθισαν όλοι μαζί έως που βράδιασε. Είπαν λόγια πολλά και αντάλλαξαν κουβέντες αληθινές. Πότε στα σοβαρά πότε στα αστεία άνοιγαν και ένα καινούργιο θέμα, υπήρξαν στιγμές που ο καθένας τους ευχόταν να υπήρχε ανάμεσα τους και κάποιος που εκείνη την ώρα ήταν αδύνατο να παρευρίσκεται και τότε όλοι σήκωναν τα ποτήρια τους και έκαναν μια ευχή για το πρόσωπο αυτό. Όταν δε ο απών ήταν παρόν μόνο σε παλιές φωτογραφίες τότε ο παππούς χαμογελούσε πλατιά, με μάτια όμως που παρά μόνο καθρέφτιζαν και δεν κοίταζαν τίποτα απτό.
Αφού σηκώθηκαν από το τραπέζι, πήγαν και κάθισαν δίπλα στο τζάκι το οποίο ο παππούς, όπως και κάθε βράδυ, το είχε ανάψει για να ζεσταίνεται. Αυτό το βράδυ όμως είπαμε, ήταν διαφορετικό. Γύρω γύρω από την φωτιά κάτσανε μέχρι που τους βρήκανε τα μεσάνυχτα. Ο παππούς είπε ιστορίες παλιές και τα παιδιά του συνέχεια τον ρωτάγανε λεπτομέρειες απο την καθημερινή του ζωή. Κάπου κάπου τα εγγονάκια πετάγονταν για να του κάνουνε κάποια σχετική ερώτηση και ενώ η συζήτηση μακραινε, ο παππούς κοίταζε το ρολόι. Το είχε τοποθετήσει κάποια στιγμή ανάμεσα από τις φωτογραφίες των παιδιών και από τότε τις κοίταζε συνέχεια με προσμονή, έτσι σαν να περίμενε την ώρα που θα φανούν ξανά. Το βράδυ αυτό όμως ήτανε δίπλα του, έτσι τώρα χαμογελούσε.
Όταν η ώρα πέρασε και ενώ οι περισσότεροι είχαν νυστάξει, τους πρότεινε να πάνε στα κρεβάτια τους. Τους είπε: “Εγώ δεν κοιμάμαι πολύ, είμαι σαν όλους τους γέροντες, προσπαθώ κάθε μέρα να την ζήσω όσο περισσότερο μπορώ, ενώ τα βράδια σκέφτομαι και όλες εκείνες τις προηγούμενες που πέρασαν, θα κοιμηθώ όταν νιώσω πολύ κουρασμένος. Εσάς όμως χαίρομαι όχι μόνο να σας υπηρετώ αλλά και να σας βλέπω να κοιμάστε αλλά και να σας βλέπω να μιλάτε και να γελάτε. Σε αυτήν εδώ την καρέκλα θα με βρείτε όταν ξυπνήσετε, θα περιμένω να σας αντικρίσω. Καληνύχτα!” Αφού τους συνόδευσε έναν έναν στα κρεβάτια τους και φίλησε τα εγγόνια του πριν κοιμηθούν, πήρε την καρέκλα, πήγε σε εκείνο το δωμάτιο και έκατσε έχοντας αντίκρυ τα απέναντι βουνά. Το πρώτο που του ήρθε στο μυαλό ήταν ότι τα κατάφερε καλά μέχρι τώρα, τα άλλα πλέον τα άφηνε σε εκείνη.
Κάθονταν σε εκείνη την καρέκλα που την έφτιαξε ο ίδιος από μια καρυδιά που έκοψε την μέρα που πέθανε εκείνη, η γυναίκα του. Κάτω από τα φύλλα της την είχε πρωτοφιλήσει. Το ξύλο της το έκαψε στο τζάκι και η αιθάλη που έμεινε από αυτό δεν καθρεπτίζονταν μόνο στα δάκρυα του, έβγαινε και από την ψυχή του. Για πολλή ώρα ακόμη έκατσε σε εκείνο το μέρος, τα θυμήθηκε όλα, τα πάντα που έζησε στην μακροχρόνια ζωή του. Πλέον ένιωθε υπερβολικά κουρασμένος και μετά την σημερινή μέρα πίστεψε πλέον πως η πορεία του είχε ολοκληρωθεί και ένιωσε γεμάτος. Ήταν ο τελευταίος της γενιάς του, οι φίλοι του είχαν φύγει, όλοι εκείνοι που αγάπησε και τον αγάπησαν ήταν πλέον εκεί που είχε στραμμένο το βλέμμα του. Εκεί έξω ήταν νύχτα αλλά σίγουρα το τζάμι του παραθύρου πλέον δεν αντιπροσώπευε κάτι απτό. Εκεί που κοίταζε ήταν όλοι τους και τον περίμεναν. Εκεί που είχε στρέψει το πρόσωπο του ήταν προς την μεριά της ανατολής και πλέον περίμενε την χαραυγή να κάνει την δουλειά της. Χάραξε...και αυτός χαμογέλασε γαλήνια και τα μάτια του αντανακλούσαν εκείνη την στιγμή την λύτρωση της αναμονής τόσων χρόνων αλλά και την προσμονή το σμιξίματος. Η Ιό πέταξε γοργά προς στο μέρος του, του έκλεισε τα μάτια και του χάιδεψε τα άσπρα του μαλλιά. Τον πήρε από το χέρι και πετάξανε μαζί πάνω από το χωριό του με κατεύθυνση την ανατολή. Εκεί της τον παρέδωσε!
Σίγουρα, εκεί που αλλάζει η νύχτα και γίνεται μέρα τον περίμενε εκείνη, κρατήθηκαν χέρι χέρι και μαζί πέρασαν από την άλλη μεριά τς νύχτας.....
Ένα αγόρι και ένα κορίτσι του χωριού που ρομαντικά περίμεναν να τους βρει η ανατολή μαζί, ορκίζονταν από τότε ότι την ώρα εκείνη η νύχτα έφυγε εν μέσω χειροκροτημάτων καλωσορίσματος και ότι στην ανατολή σταμάτησε ο χρόνος, σαν κάτι να περίμενε. Ελάχιστες στιγμές μετά ο ήλιος έλαμψε αρκετά για να φέρει τους δυο νέους αγκαλιά.

6 σχόλια:

  1. makran h megalyterh malakia pou exo diabasei sth zoh mou(poiotika kai posotika). to prohgoumeno keimeno gia to smaili htan kalo. ayto einai o orismos ths malakias kai ths monoromatzadas. kai exei kai orthografika lathh pou mono albanaki sthn tetarth dhmotikou mporei na kanei. basika mono albanaki sthn tetarth dhmotikou tha mporouse na exei grapsei tetoia malakia toumpano sta klise. neos nea anatolh dysh stamataei o xronos megalos thhsayros oikogeniaka keimhlia kai perigrafh oloklhrou genealogikou dendrou. albanos tolkin.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. να το πεις στον Μπερίσα! Τεσπα, απλώς μου βγήκε. Τα ορθογραφικά πο λες όμως πρέπει να ειναι ελάχιστα!Το έβαλα στην ατοματη διόρθωση του word!
    Μαλιστα κύριε!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. pes ta xrusostome. ithela para poli na tou to pw alla elega tha me parexigisei. epitelous enas anthropos swstos. bravo gianni...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. loipon egw katarxin exw na pw oti par' olo pou mporei na min einai toso prwtotupo to story, mou arese...
    alla auta ta sxolia gia ta alvanakia tis tetartis dimotikou tha mporousan na leipoun gt thewrountai ratsistika aneksartita apo tin prothesi tou the lesser known.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. re min ton peirazete... Aloi exoun parei oscar me tetoies istories se auti tha kolosoume? H alitheia pantos einai oti einai ligo provlepsimi kai auto to "apto" min to xanaxrisimopoiiseis giati fainetai sa na min xereis alli dyskoli lexi... A! kai to word den einai arketa exymno gia na katalavei pote mia lexi einai epitheto kai pote epirrima gia na ti grapsei me omega. Malista kyrie!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή