Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2008

Ο ΛΑΓΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΝΤΑ

(ένα παραμύθι βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα του φετινού καλοκαιριού)

Μια φορά κι έναν καιρό, πάνω σε ένα ψηλό βουνό, μέσα στο δάσος, ζούσε μια οικογένεια λαγών. Ο μπαμπάς ήταν ψηλός και είχε γκρι χρώμα, μεγάλα αυτιά και κάτασπρα δόντια. Για την ακρίβεια, το χαμόγελό του ήταν ακαταμάχητο• «ο σοβαρότερος λόγος για να τον ερωτευτείς» όπως έλεγε πάντα η γυναίκα του. Όμως κι εκείνη δεν πήγαινε πίσω: ήταν πιο μικροκαμωμένη, με πιτσιλωτό ασπρόμαυρο τρίχωμα και λαμπερά μάτια. Δεν ξέρουμε τί ήταν αυτό που έκανε το λαγό να την αγαπήσει αλλά υποψιάζομαι πως τον εντυπωσίασε κυρίως το ανάλαφρο περπάτημά της.

Όπως και να’ χει, από τότε που γνωρίστηκαν τα δυο ζωάκια, έγιναν αχώριστα. Σχεδόν αμέσως μετά το πρώτο ραντεβού, ο λαγός έχτισε μια φωλιά στο πιο όμορφο σημείο του δάσους, με θέα την κορυφή του απέναντι βουνού και μια αυλή που γέμιζε πολύχρωμα λουλούδια κάθε άνοιξη. Μετά, πήρε την αγαπημένη του από το χέρι και την πήγε εκεί, εκείνη ξετρελάθηκε και αμέσως μετακόμισαν για να ζήσουν μαζί.

Πριν περάσει πολύς καιρός, το ζευγάρι απέκτησε το πρώτο του παιδάκι. Ένα ολόασπρο, ζωηρό γιό που έκανε τις καρδιές των γωνιών του ευτυχισμένες και τις ζωές τους άνω κάτω. Κάθε πρωί, ο μπαμπάς έβγαινε να ψάξει για φαγητό, ενώ η μαμά πρόσεχε το μικρό της. Όταν γύριζε έτρωγαν όλοι μαζί και μετά άρχιζαν το παιχνίδι. Έπαιζαν και γελούσαν και οι τρεις μέχρι που ο ήλιος άρχιζε να δύει. Τότε σταματούσαν και, αφού έβλεπαν το ηλιοβασίλεμα, έμπαιναν στη φωλιά λίγο προτού νυχτώσει.

Το δάσος τη νύχτα δεν είναι και πολύ ασφαλές για τους λαγούς και τα υπόλοιπα μικρά ζώα. Είναι η ώρα που βγαίνουν τα άγρια σαρκοφάγα και ψάχνουν για τροφή. Κάθε έξυπνος λαγός λοιπόν φροντίζει να μαζεύεται νωρίς για να μην καταλήξει τραυματισμένος ή και χειρότερα...

Έτσι περνούσαν οι μέρες και άλλαζαν τα χρώματα του δάσους καθώς κυλούσαν οι εποχές. Ένα Αυγουστιάτικο απόγευμα, το μικρό λαγουδάκι, αφού έτρεξε, έπαιξε και σκαρφάλωσε σε δέντρα και βράχους, αποφάσισε να πάει για εξερεύνηση στο κοντινό ρέμα. Η ώρα περνούσε και ο μικρός δε γύριζε. Κόντευε βράδυ κι αυτός ακόμα να φανεί. Οι γονείς άρχισαν να ανησυχούν, τον φώναζαν μήπως και ακούσει και ο μπαμπάς ήταν έτοιμος να πάει να τον ψάξει, όταν τον είδαν να έρχεται από μακρυά.

Το ποδαράκι του ήταν ματωμένο και κούτσαινε και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του. Όχι, δεν του είχε επιτεθεί κάποιο ζώο, απλά, μικρό καθώς ήταν, έχασε το δρόμο του γυρισμού. Τρομοκρατήθηκε γιατί νύχτωνε και πάνω στη βιασύνη του, έσκισε το πόδι του σε ένα αγκάθι.
Μπήκαν όλοι στη φωλιά, είχε πια νυχτώσει για τα καλά. Η μαμά πήρε αγκαλιά το μικρό της για να το ηρεμήσει ενώ ο μπαμπάς εξέταζε το τραύμα. Αίμα έτρεχε ακόμη από την πληγή και το λαγουδάκι άρχισε να ανεβάσει πυρετό. Ο μπαμπάς ανησυχούσε όλο και περισσότερο. Ήξερε ότι μόνο μία λύση υπήρχε• ένα βότανο από την άλλη πλευρά του δάσους που θα γιάτρευε αμέσως το παιδί. Ήταν πολύ επικίνδυνο να πάει μέσα στη νύχτα να το βρει αλλά αν περίμενε να ξημερώσει ίσως να ήταν πολύ αργά.

Όμως ήταν ένας μεγάλος, γενναίος, γκρίζος λαγός, και το παιδάκι του ετοιμοθάνατο! Βγήκε από τη φωλιά στο σκοτάδι και άρχισε να τρέχει. Άκουγε βήματα και ανάσες και γρυλίσματα μεγάλων ζώων, όλα γύρω του ήταν τρομακτικά, όμως συνέχιζε να τρέχει. Ξαφνικά, δύο μεγάλα φώτα τον ζάλισαν κι ένας εκκωφαντικός θόρυβος τον έκαναν να κοκαλώσει. Ήξερε τί ήταν. Είχε ακούσει ιστορίες για λαγούς που μαγεύονταν από αυτά τα μεταλλικά πράγματα με τις ρόδες και τα φώτα και δεν τους ξαναέβλεπαν ποτέ!

Μπορεί σε άλλη περίπτωση να έπιαναν τα μάγια και σ’ αυτόν, όμως όχι τώρα. Είχε ένα γιό να σώσει! Μάζεψε όλη του τη θέληση και τράβηξε το βλέμμα του από το φως. Έβαλε όλη τη δύναμη της φωνής του και άρχισε να τραγουδάει για να καλύψει το φρικιαστικό ήχο. Σκέφτηκε με όλη του την ψυχή και την αγάπη τη γυναίκα του και το άρρωστο λαγουδάκι που τον χρειάζονταν. Κι έτσι κατάφερε το ακατόρθωτο. Ορθοπόδησε και με ένα πήδημα βρέθηκε πίσω από ένα θάμνο στην άκρη του δρόμου. Σώθηκε!

Περίμενε μέχρι που τα φώτα απομακρύνθηκαν και χάθηκαν, πέρασε προσεκτικά απέναντι κι έπειτα συνέχισε το τρέξιμο. Βρήκε γρήγορα το βότανο που έψαχνε και πήρε το δρόμο του γυρισμου. Έφτασε έγκαιρα στο σπίτι και περιποιήθηκε την ανοιχτή πληγή. Το λαγουδάκι ήταν αδύναμο όμως είχε σωθεί και θα γινόταν σύντομα τελείως καλά.

Τα χρόνια πέρασαν, οι δύο λαγοί έκαναν κι άλλα πολλά παιδιά, και τα παιδιά τους έκαναν παιδιά, και ο λαγός είναι πια παππούς. Ακόμη και τώρα όμως διηγείται στα εγγονάκια του πώς σώθηκε από εκείνο το κίτρινο αυτοκίνητο που προσπάθησε κάποτε να τον μαγέψει...

Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, ζήσαν αυτοί καλά, κι εμείς δε φάγαμε στιφάδο...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου